"Μη γράφετε Αρθούρος" Νάσια Διονυσίου.
Σήμερα συζητάμε το συγκλονιστικό βιβλίο της Κύπριας συγγραφέως Νάσιας Διονυσίου "Μη γράφετε Αρθούρος", το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις.
Η νουβέλα της Νάσιας Διονυσίου αναφέρεται στο άγνωστο εν πολλοίς γεγονός της παραμονής του ανατρεπτικού ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ στην Κύπρο την περίοδο 1878-1880, που ο Αρθούρος ήταν από 24-26 ετών. Ο Ρεμπώ είχε ήδη εγκαταλείψει την ποίηση, είχε ζήσει μια ταραχώδη ερωτική σχέση με τον ποιητή Βερλαίν, είχε ταξιδέψει έως το Λονδίνο και είχε προλάβει να συμμετάσχει στην γαλλική Κομμούνα. Ωστόσο, στα 24 εγκαταλείπει τα Γράμματα κι αποφασίζει να γνωρίσει τον υπόλοιπο κόσμο, κάνοντας εργασίες που είναι χειροπιαστές και προσφέρουν τα προς το ζην. Ξεκινάει από την Κύπρο, και η επικοινωνία του με την οικογένειά του γίνεται με γράμματα, μερικά εκ των οποίων σώζονται έως σήμερα. Σε αυτά τα γράμματα και σε βιβλία Άγγλων περιηγητών στηρίχθηκε η Νάσια Διονυσίου για να δημιουργήσει την νουβέλα της που είναι μυθοπλασία, όμως περιγράφει πραγματικές λεπτομέρειες της ζωής του ποιητή, ενώ απεικονίζει ρεαλιστικά το κλίμα της εποχής. Η συγγραφέας γράφει με μεγάλες προτάσεις, αποφεύγοντας τα σημεία στίξης, δυσκολεύοντας πολύ την απαγγελία του βιβλίου της για όποιον θα ήθελε να το απαγγείλει, όμως δημιουργώντας έτσι έναν λόγο ζωντανό, βιαστικό, σχεδόν άπληστο, παρόμοιο με την απληστία του Ρεμπώ να ρουφήξει την ζωή όσο προλάβαινε.
Η αρχή της νουβέλας μας δίνει μια λεπτομερή εικόνα των αρχών της Αγγλικής αποικιοκρατίας στην Κύπρο.
Στο νησί ήδη "είχαν φτάσει διάφοροι περιηγητές εξερευνητές τουριστικοί πράκτορες επιχειρηματίες εθνολόγοι κλασικιστές ανταποκριτές της Δε Τάιμς και της Ντέιλι Νιούζ κι άλλοι γραφολογούντες σε φυλλάδες, κυνηγοί προς αναζήτηση θηραμάτων, ιερείς προς αναζήτηση ποιμνίου, τζέντλεμαν προς αναζήτηση βοσκοτοπιών για καλές φυλές αγγλικών προβάτων, μέχρι κι ένας Ιταλός τραγουδιστής αναζητώντας χώρο για συναυλία, ένας Μαλτέζος θεατρίνος αναζητώντας σκηνή για παράσταση, ένας κομμωτής της Μπόντ Στρητ αναζητώντας κεφάλια για κούρεμα".
Ωστόσο οι κυρίαρχοι Άγγλοι είναι τρομερά αγανακτισμένοι -ίσως αηδιασμένοι- με το νησί, τόσο τον τόπο και τους κατοίκους. Γι αυτό ο Πρώτος Αρμοστής χτίζει μια κατοικία εκτός πόλης, στο βουνό, ή μάλλον κτίζει "ένα ορεινό καταφύγιο στο βουνό, μακριά από την ζέστη της ενδοχώρας την ανυπόφορη υγρασία τις καταθλιπτικές πεδιάδες τους βρομερούς βαλτότοπους και κυρίως τα χνώτα των ντόπιων, κάπου όπου η βροχή πέφτει ήσυχα σαν αγγλική βροχή και τα δένδρα είναι φουντωτά σαν αγγλικά δένδρα κι ο αέρας είναι καθαρός σαν αγγλικός αέρας".
Στην κατασκευή της ορεινής κατοικίας εργάζεται ως επόπτης ο Ρεμπώ που όλοι τον φωνάζουν απλώς "Επόπτη" ή "Γάλλο". Έχει απορρίψει νοερώς την Γαλλία κι έχει ήδη αποκαλέσει δημοσίως το Παρίσι "σκατοπαρίσι" και "πρόστυχο παζάρι παραισθήσεων", τους δε Παριζιάνους "ψείρες που ξυπνάνε κάθε πρωί για να πάνε στην δουλειά τους". Οι Κύπριοι λένε για αυτόν ότι είναι "λιγομίλητος σαν κάποιος που δεν μπορεί να εξηγηθεί, λες και δεν ξέρει να μιλά, άχρηστες κι οι τόσες γλώσσες που γνωρίζει". Ο Ρεμπώ είναι "ολιγαρκής, στεγνός, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν δέχεται κεράσματα". Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι τα γράμματα που στέλνει η αδερφή του, μόνο που "το ταχυδρομείο απέχει δέκα λεύγες κι αργεί, έξι βδομάδες πάνω κάτω μέχρι να πάνε και να 'ρθούνε τα γράμματα". Στα γράμματά του προς την Ιζαμπέλ ο Αρθούρος ζητάει επιστημονικά όργανα ακριβείας, βιβλία για την τέχνη του ξυλουργού με σχεδιαγράμματα, αλλά και χάρτες ακριβείας άλλων τόπων, γιατί είναι η εποχή των ανακαλύψεων, των εφευρέσεων, της τεχνολογικής προόδου κι ο ίδιος είναι περίεργος για όλα.
Περιμένοντας την αλληλογραφία του ο ποιητής αναπτύσσει μια ιδιότυπη σχέση με τον νεαρό ντόπιο Ταχυδρόμο. Κανένας δεν μιλάει την γλώσσα του άλλου κι όμως καταφέρνουν να έρθουν κοντά. Τελικά κάποια μέρα έχουν την ύψιστη οικεία επαφή, μέσα στην Φύση, σε μια περιγραφή ποιητική και παθιασμένη, έτσι όπως αξίζει στην νεότητα και των δυό. Από κει και πέρα ο ένας χάνει οριστικά τα ίχνη του άλλου.
Κι όμως τρόπον τινά ξανασυναντιούνται με ένα τέχνασμα της συγγραφέως, που βάζει 20 χρόνια αργότερα τον ταχυδρόμο ως ώριμο πια Προϊστάμενο του Ταχυδρομείου, με γκρίζα μαλλιά και γόνατα που τρίζουν, να μαθαίνει από έναν ταξιδιώτη γιατρό το τέλος του Αρθούρου. Με ακρωτηριασμένο ήδη το ένα πόδι του στην Αφρική, μεταφερμένος στην Γαλλία και νέο κακοήθη όγκο στην κοιλιακή χώρα, ο ποιητής τις τελευταίες μέρες του παραληρεί από την μορφίνη, τον πόνο και την απελπισία, λέγοντας λόγια που αναγνωρίζουμε από τα ποιήματά των 16 χρόνων του "Πώς έγινα ο εχθρός που μισούσα, μήπως παρέμεινα μια ύαινα, ξαναρωτούσε, μα όχι, απαντούσε αμέσως, δεν είμαι εγώ το θηρίο τα θηρία είστε εσείς καμιά ειρήνη με τον κόσμο σας μακάρι να ξεγινόταν ο κόσμος σας κι εγώ από καιρό να είχα πεθάνει, η ζωή μια αθλιότητα δίχως τέλος ήττα χωρίς μέλλον μια χάρτινη βαρκούλα του Μαγιού που βουλιάζει μες στα βρομόνερα".
Το βιβλίο της Νάσιας Διονυσίου είναι ένα ανεκτίμητο έργο, ένα σπάνιο δείγμα ρεαλισμού, που φωτίζει αθέατες πλευρές της Κύπρου, της Αποικιοκρατίας και του Αρθούρου Ρεμπώ, καθώς με απόλυτη μαεστρία μας δίνει την δράση των ηρώων φωτισμένη μέσα από τις ακριβείς ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες έζησαν. Αν είναι να καταλάβουμε τους ήρωες του παρελθόντος και μεταξύ αυτών τους μεγάλους λογοτέχνες όπως ο Ρεμπώ, πρέπει οπωσδήποτε να μας δίνονται αρκετά στοιχεία ώστε να κατανοήσουμε την εποχή τους. Το επίθετο "καταραμένος" που ακούγεται πάντα δίπλα στο όνομα του Ρεμπώ, δεν διασαφηνίζει τίποτα γι αυτόν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου