Τέσσερις τύποι του υποκόσμου



("Όι Άθλιοι" του Βίκτορ Ουγκό είναι μια ιστορία γνωστή κυρίως από την μεταφορά της στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το βιβλίο είναι αριστοτεχνικό και σπάνιας λογοτεχνικής αξίας. Ο Ουγκό με μεγάλη οικονομία λόγου και σημασία στην λεπτομέρεια, περιγράφει την κοινωνική κατάσταση στην Γαλλία από το 1815 έως το 1836, όμως κυρίως ασχολείται με το Κακό που γραπώνει περισσότερο ή λιγότερο όλους μας. Παρακάτω ένα μικρό κεφάλαιο με περιγραφή τεσσάρων τύπων του υποκόσμου)

Ο ΜΠΑΜΠΗΣ, Ο ΓΟΥΛΟΜΑΡΑΣ, Ο ΨΟΦΙΑΣ ΚΙ Ο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ

   Τέσσερις αλιτήριοι κυβερνούσαν ανάμεσα στο 1830 και το 1836 του Παρισιού τα βαθύτατα υποχθόνια: ο Μπάμπης, ο Γουλομάρας, ο Ψοφιάς και ο Παρνασσός. 
   Ο Γουλομάρας ήταν ένας απόβλητος Ηρακλής και είχε άντρο του την Αψίδα Μαριόν, κοντά στον Σηκουάνα. Ήταν ψηλός έξι πόδια, είχε πέτρινα στήθη και χάλκινα νεύρα, η αναπνοή του έβγαινε σαν από σπήλαιο. Κολοσσός στο κορμί, με κεφάλι πουλιού. 
   Θαρούσες πως έβλεπες τον Φαρνέζιο Ηρακλή, με παντελόνι από καραβόπανο και μπλούζα από βαμπακερό βελούδο. Έτσι φτιαγμένος ο Γουλομάρας μπορούσε να δαμάσει τέρατα, αλλά βρήκε πιο εύκολο να γίνει τέρας ο ίδιος. 
   Μέτωπο χαμηλό, πλατιά μάγουλα, κάπου σαραντάρης, πόδια χήνας, τρίχωμα σκληρό και κοντό, τα γένια του ήταν σαν γουρουνότριχες -αυτός ήταν ο άνθρωπος. 
    Οι μυς του ζητούσαν δουλιά, αλλά το κοντό του κεφάλι δεν την ήθελε. Ήταν μια χοντρή τεμπέλικη δύναμη, μελαμψός, θα είχε κάποια σχέση με τον στρατάρχη Μπρυν, σχεδόν μαύρος. Από βαστάζος που ήταν πρώτα στην Αβινιόν, έγινε κακούργος. 
   Ο Μπάμπης έδειχνε διάφανος μπροστά στο πάχος του Γουλομάρα. Λιγνός και σοφός. ΄Ήταν διάφανος κι όμως αδιαπέραστος. 
   Έβλεπες το φως της ημέρας ανάμεσα από τα κόκκαλά του, αλλά δεν αντίκρυζες τίποτα μέσα στα μάτια του. Έλεγε πως ήταν χημικός. Είχε χρηματίσει του Μπομπές και στου Μπομπίνο τερατοποιός και γελωτοποιός κι άλλοτε ήταν θεατρίνος. Είχε πολλές επιτηδειότητες, ήταν εύγλωττος, χαμογελούσε κι η χειρονομία του ερχόταν σα μια παρένθεση. 
   Το φαινομενικό του επάγγελμα ήταν να πουλάει γύψους στους δρόμους κι εικόνες του "αρχηγού του κράτους". Ακόμα, έβγαζε δόντια. 
 Στα λαϊκά πανηγύρια ήταν τερατοποιός. Είχε ένα ξύλινο παράπηγμα και καλούσε τους διαβάτες με την τρομπέτα και με μια αγγελία κολλημένη απέξω:
   "Ο Μπάμπης, οδοντίατρος καλλιτέχνης, μέλος των ακαδημιών, κάμνει διάφορα πειράματα επί μετάλλων και μεταλλοειδών σωμάτων, εξάγει οδόντας, ακόμα και τας ρίζας των οδόντων, όσας δεν ημπόρεσαν να βγάλουν οι λοιποί συνάδελφοι. Τιμή δι' έκαστον οδόντα εν και ήμισυ φράγκον, δια δύο, δύο φράγκα, δια τρεις, δύο και ήμισυ φράγκα. Εμπρός, επωφεληθείτε της ευκαιρίας."
   Αυτό το "επωφεληθείτε της ευκαιρίας" ήθελε να πει: εμπρός, βγάλτε όσα δόντια μπορείτε περισσότερα. Είχε και δυο παιδιά. Αλλά δεν ήξερε τι απέγινε η γυναίκα και τα παιδιά του. Τους έχασε όπως χάνει κανείς ένα μαντήλι. 
   Ο Μπάμπης διάβαζε εφημερίδες. Σε τούτο έκανε μεγάλη εξαίρεση μέσα στον σκοτεινό κόσμο του. 
   Μια μέρα, την εποχή που είχε μαζί και την γυναίκα του μέσα στην τροχοκίνητη παράγκα του, διάβασε στον "Αγγελιοφόρο" πως μια γυναίκα γέννησε ένα παιδί με μούρη μοσχαριού. Το παιδί ήταν καλά και μπορούσε να ζήσει. Σαν το διάβασε αυτό, φώναξε:
   "Να τύχη μια φορά! Στραβώθηκε η δική μου γυναίκα να μου κάνει κι αυτή ένα παιδί σαν κι αυτό!"
   Από τότε τάχε αφήσει όλα για το Παρίσι που ήταν πια η μοναδική του επιχείρηση, όπως έλεγε. 
   Κι ο Ψοφιάς; Αυτός ήταν η νύχτα. Για να βγει έξω περίμενε να σκοτεινιάσει. Έβγαινε από μια τρύπα το βράδυ και πριν ξημερώσει ξανάμπαινε. 
   Πού ήταν αυτή η τρύπα; Κανείς δεν ήξερε. Και μέσα στο βαθύ σκοτάδι, καθώς μιλούσε στους συνενόχους του, έκρυβε το πρόσωπό του. Τον έλεγαν Ψοφιά; Όχι. Έλεγε με λένε τίποτα. 
  Όταν έμπαινε σε φως, φορούσε μάσκα. Ήταν εγγαστρίμυθος. Ο Μπάμπης έλεγε πως ήταν "μια νυχτοπατινάδα" με δυο φωνές. Ζήτημα αν είχε όνομα. Το Ψοφιάς ήταν το παρατσούκλι του. 
   Δεν ήταν βέβαιο αν είχε φωνή, γιατί μιλούσε πιο πολύ με την ψεύτικη φωνή του. Δεν ήξεραν το πρόσωπό του γιατί έβλεπαν μόνο την μάσκα του. Χανόταν σαν καπνός και παρουσιαζόταν ξαφνικά, σαν νάβγαινε από την γη.
   Ο Παρνασσός ήταν κάτι το απαίσιο. Σχεδόν παιδί ούτε είκοσι χρονών ακόμα. Πρόσωπο ωραίο, χείλη κόκκινα σαν κεράσια, όμορφα μαύρα μαλλιά και μάτια φωτεινά σαν την άνοιξη. Είχε όλες τις κακίες κι έκλινε προς το κάθε έγκλημα.  
   Όταν χώνευε το ένα κακό, του ερχόταν όρεξη για το χειρότερο. Ήταν το αλητόπαιδο στην έσχατη φαυλότητα. Φάνταζε στους τρόπους ευγενικός, γυναικωτός, χαριτωμένος, στιβαρός, μαλθακός και αιμοβόρος. 
   Ο γύρος το καπέλου του υψωνόταν αριστερά, για να φαίνεται η τούφα από τα μαλλιά του, κατά την μόδα που ήταν το 1829. Ζούσε κλέβοντας γερά. Η ρεντιγκότα του ήταν καλοκομμένη, αλλά τριμμένη. 
   Ο Παρνασσός αποτελούσε ένα φιγουρίνι, που ζούσε στην αθλιότητα και στο έγκλημα. Ο πόθος του για το καλό ντύσιμο, ήταν  αφορμή όλων των εγκλημάτων. 
   Η πρώτη γκριζέτα που του είπε "είσαι ωραίος", του έριξε την καρδιά στο σκοτάδι και τον Άβελ τον έκανε Κάιν. 
   Επειδή ήταν όμορφος, ήθελε νάναι και κομψός. Η πρώτη κομψότητα είναι η τεμπελιά. Κι η τεμπελιά του φτωχού είναι η αρχή στο έγκλημα. 
   Πολύ λίγοι αχρείοι ήταν τόσο επικίνδυνοι όσο ο Παρνασσός. Δεκαοχτώ χρονών ακόμα κι είχε πίσω του αφημένα πολλά πτώματα. Όχι λίγοι διαβάτες στο πέρασμα αυτού του αχρείου ήταν πεσμένοι, με τα χέρια απλωμένα και το πρόσωπο σε μια λίμνη αίματος. 
   Καλοχτενισμένος, πουδραρισμένος, με την λεπτή και κομψή μέση του, και με γυναικεία λαγόνια, με έναν θώρακα σφιγμένο σαν Πρώσσος αξιωματικός, και με τον θαυμαστικό ψίθυρο των κοριτσιών των βουλεβάρτων γύρω του, με την γραβάτα του σοφά δεμένη, με ένα σιδερένιο κεφαλοθραύστη στην τσέπη του κι ένα λουλούδι στην μπουτονιέρα του. Τέτοιος ήταν ο θανατερός αυτός νάρκισσος!


(Εκδόσεις Δωρικόν 1968, μετάφραση Μάρκος Αυγέρης, εικονογράφηση Εμίλ Μπραγιάρ στα 1862, μεταφορά κειμένου και φωτό γκραβούρας Melusine, στην εικόνα ο Γιάννης Αγιάννης μέσα στους υπονόμους, μεταφέρει τον Μάριο στην πλάτη του)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ή ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ;

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΣΤΟΧΟ

AN UNSOLICITED DICK-PICK