Ο Μήτσος και το petit rose

 


Είχα ένα φίλο στο Γυμνάσιο, τον Μήτσο τον Πατσού. Τις πρώτες μέρες στην Α λυκείου, ο πατέρας του πού ήταν οικοδόμος, έπεσε από την οικοδομή και σκοτώθηκε. Μετά την κηδεία, η μάνα, ο μεγάλος αδερφός κι ο Μητσος έκαναν συμβούλιο κι αποφάσισαν να σταματήσει ο Μητσος το σχολείο και να πάει οικοδομή ώστε να έχουν να τρώνε, η μάνα να κάνει κανένα μεροκάματο καθαρίστρια κι ο μεγάλος να συνεχίσει τις σπουδές του, να σωθεί τουλάχιστον αυτός. Έτσι κι έγινε, ο εργολάβος που είχε τον πατέρα του οικοδόμο, προσέλαβε τον Δημήτρη - με τα μισά λεφτά βέβαια. Σύντομα ο εργολάβος του σύστησε να γίνει όχι οικοδόμος αλλά πλακάς, γιατί ο φίλος μου είχε μια κλίση στην λεπτοδουλεια. Έτσι τα πλακάκια έγιναν η ειδικότητα του.


Όλοι οι φίλοι συνεχίσαμε να συναντιομαστε κάθε μέρα στην καφετέρια στις 8 όπως και πριν. Οι πιο πολλοί πηγαιναμε σχολείο γι αυτό σχολαγαμε από αγγλικά, μερικοί πήγαιναν τεχνικές σχολές και δούλευαν τα απόγευμα σε ψυκτικούς κι ηλεκτρολογους για πρακτική κι ο Μητσος ήταν ο μόνος που τότε είχε ήδη κανονική δουλειά, ένσημα και δικό του βιβλιάριο υγείας - όχι ως προστατευμενο μέλος. Πίναμε ολοι σε ένα μεγάλο τραπέζι ένα καφεδάκι ή κόκα κόλα στα γρήγορα, τα λέγαμε και πριν τις 10 γυρνάγαμε στα σπίτια μας, στις μανάδες μας που μας περίμεναν για βραδινό φαγητό.

Η πρώτη φορά που ήταν του Αγίου Δημητρίου με τον Μήτσο εργαζόμενο ήταν ένα σπουδαίο γεγονός. Έφερε γλυκά και κέρασε όλη την καφετέρια ο,τι έπιναν. Ήταν πολύ εντυπωσιακό ένας 15χρονος να κερνάει ολόκληρο μαγαζί που όλοι οι θαμώνες ήταν ίσης ηλικίας ή μεγαλύτεροι, σχεδόν ένας προσωπικός θρίαμβος -μπορώ να πω.

Έξι μήνες μετά την πρόσληψη του, ο εργολάβος πρότεινε στον Δημήτρη να πάει να δουλέψει ως πλακάς για τον γιο του, έναν νεαρό πολιτικό μηχανικό που είχε δικιά του επιχείρηση στα Βόρεια Προάστια κι ειδικευόταν στις ανακαινίσεις εσωτερικού χώρου. Το μεροκάματο ήταν καλύτερο, όμως η δουλειά είχε μειονέκτηματα. Καταρχάς ήταν δύο ώρες με τα λεωφορεία από την περιοχή μας (και δύο η επιστροφή, τεσσερις). Επιπλέον το ωράριο μερικές φορές ήταν μεγαλύτερο. Στις οικοδομές η δουλειά σταματούσε στις 2.30 που άρχιζε η ώρα Κοινής Ησυχίας. Στις ανακαινίσεις όμως που γίνονταν σε μονοκατοικίες στις καλές περιοχές και ειδικά στα πλακάκια που δούλευε ο Μητσος, οι δουλειές συνεχίζονταν ανάλογα με το πόσο πίεζε ο πελάτης. Έτσι ο Μητσος που παλιότερα πήγαινε στην καφετέρια πριν από όλους κι έπιανε το μεγάλο τραπέζι, άρχισε να έρχεται δεύτερος, τρίτος, κλπ.

Φτάνει λοιπόν η γιορτή του την επόμενη χρονιά που οι παλιοί του συμμαθητές πηγαίνουμε Β Λυκείου. Αποφασίζουμε να μαζέψουμε λεφτά και να του πάρουμε έναν δίσκο που του άρεσε. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο για εμάς γιατί οι δίσκοι ήταν ακριβοί κι εμείς με το ζόρι πληρώναμε μια πορτοκαλάδα την μέρα. Παίρνουμε τον δίσκο, πάμε καφετέρια, ο Μήτσος δεν ήταν εκεί. Τον περιμένουμε, πάει 8.00, 8.30, 9.00, 9.30, 10.00, σηκώνομαστε να φύγουμε. Λέμε πως μπορεί να ήρθε καμία θεία του στο σπίτι κι η μάνα του τον κράτησε εκεί.
Βγαίνουμε έξω, να τος ο Μητσος μπροστά μας, μόλις έρχεται. Φοραει τα ρούχα της δουλειάς. Έχει ασβέστες, κόλλες, τσιμέντο στα ρούχα και στα παπούτσια, και σκόνη από τριμμένο στοκο στα μαλλιά, στα φρύδια και στα βλέφαρα - δηλαδη υλικά των εργασιών στο σπίτι που δούλευε.
-Τι έγινε; του λέμε και βάζει τα κλάματα. Αυτό που έγινε ήταν ότι το μεσημέρι κι ενώ είχαν τελειώσει όλες τις εργασίες, πέρασε η ιδιοκτήτρια. Βρήκε μόνο τους εργάτες. Είδε τις εργασίες και διαπίστωσε ότι η μπανιέρα που της έφτιαξαν ήταν λάθος. Ο πολιτικός μηχανικός δεν είχε συγκρατήσει καλά τις οδηγίες της. Η μπανιέρα ήταν μια μικρή πισίνα στο δωμάτιο της φτιαγμένη με ψηφιδωτό. Όμως ήθελε στα πλαϊνά να έχει μπορντούρα από πετιτ ροζ - είπε ο Μήτσος.
- Τι πράγμα ; ρωτήσαμε όλοι μαζί
- Τι πράγμα, αυτό είπα κι εγώ. Είναι Γαλλίδα, δεν μιλάει ελληνικά, είπε ο Μήτσος. Φώναζε "πετιτ ροζ", "πετιτ ροζ". Και μετά είπε "ρεστέ ισι" κι έφυγε και μας κλείδωσε μέσα.
-Πού μέσα;
- Στο σπίτι.
- Και δε κάνατε κάτι να βγείτε; ρωτήσαμε - - - -Τι να κάνουμε, αυτά εινσι σπίτια καλά, όχι η καλύβα του Καραγκιόζη που είναι τα δικά μας, κλειδώνεις κι έχει συναγερμό, αν πειράξεις το τζάμι έρχεται η Αστυνομία. Δεν κάναμε τίποτα. Περιμέναμε να έρθει να ανοίξει κι ήρθε με τον μηχανικό που είπε ότι συγνώμη, η μπανιέρα θα ξαναγίνει, σήμερα. Η πελάτισσα έχει συμβόλαιο μαζί μας, με ρήτρα παράδοσης.
Ο Μήτσος κι ένας ακόμα λοιπόν, έμειναν, έφτιαξαν τα πλαϊνά και τότε σχολασαν, 13 ολόκληρες ώρες απο τότε,που έπιασαν δουλειά, σκυμμένοι πάνω από τις ψηφίδες. Μετά από αυτό πήρε τον δρόμο για το σπίτι, όρθιος στο τραίνο οπως κάθε μέρα για να μην λερωσει τα καθίσματα, όρθιος στο λεωφορείο κι ευτυχώς, έστω για λίγο μας πρόλαβε.
Δυστυχώς είμαστε όλοι μας μικροί και δεν μπορούσαμε να μείνουμε παραπανω έξω για να γιορτάσουμε μαζί του, χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί από πριν με τους γονείς μας. Γι αυτό του δώσαμε τον δίσκο και χωρίσαμε.

Επειδή όμως είμαστε και μαθητές μπορούσαμε να κανονίσουμε κοπάνα για το επόμενο πρωί, εμείς από το σχολείο, ο Μήτσος από την δουλειά, και να πάμε όλοι μαζί βόλτα στο Μοναστηράκι. Ευτυχώς. Αλλιώς αυτή θα ήταν η χειρότερη μέρα του Αγίου Δημητρίου στην ζωή του φίλου μας Μήτσου που έκοψε το σχολειο για την οικοδομή στα 15 του.

(Μελουζίν)

Αυτό το πλακάκι στην φωτογραφία είναι το πετιτ ροζ, που να μην σώσει! Μικρό τριανταφυλλακι παλιομοδίτικο, αγαπημένο των Γάλλων, που χρησιμοποιείται για μπορντούρα

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ή ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ;

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΣΤΟΧΟ

AN UNSOLICITED DICK-PICK