ΠΙΤΣΙΡΙΚΕΣ - ΩΡΙΜΟΙ ΚΥΡΙΟΙ (1-0)

Εδώ καθηγητές που έχουν σχέση με 14χρονες, εκεί πρώην υπουργοί που επιδιώκουν σεξ με μαθήτριες, παραπέρα κάτι αποφθέγματα "ο έρωτας δεν κοιτά ηλικία", γέμισε ο τόπος με παιδεραστές. Είπα να σας πω μια ιστορία από την εποχή που ήμουν εγώ 14 χρονών μαθήτρια.

Το καλοκαίρι της Β' Γυμνασίου το πέρασα με την καινούργια μου φίλη,την Δήμητρα. Είχαμε γνωριστεί πριν δυο τρεις μήνες μόνο, αλλά είχαμε πολλά κοινά οι δυο μας: είμαστε κι οι δυο γραμμένες σε κόμματα, βαθειά χωμένες στο σοβαρό διάβασμα, από πολύ φτωχές οικογένειες, με μανάδες που δούλευαν ως το βράδυ κι είχαμε από ένα μικρότερο αδερφάκι η κάθε μια. Η ζωή μας ήταν μια ατέλειωτη σειρά από καθήκοντα στο σχολείο, στο κόμμα, στο σπίτι, όμως οι γονείς μας μάς άφηναν εντελώς ελεύθερες να κανονίσουμε το πρόγραμμά μας, γιατί μας είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη. Έτσι αποφασίσαμε το εξής:
Κάθε πρωί, ξυπνούσαμε νωρίς, φτιάχναμε το φαγητό της οικογένειας, και μετά εγώ πήγαινα τρέχοντας ως το σπίτι της Δήμητρας γιατί στο διπλανό τετράγωνο ήταν το τέρμα του λεωφορείου. Το παίρναμε και μετά από μια ώρα διαδρομή φτάναμε στην Ομόνοια. Από εκεί κάναμε την βόλτα μας εναλλάξ, την μία μέρα στα  παλιά βιβλία στο Μοναστηράκι, την άλλη στα αρχαία της Ακρόπολης.  Η υποχρέωσή μας ήταν να έχουμε επιστρέψει στο σπίτι ως τις 3, ώστε να στρώσουμε το τραπέζι για μεσημεριανό φαγητό.
Η διαδρομή με το λεωφορείο ήταν μακριά και βαρετή, όλο τα ίδια παλιοστενάκια, όλο τα ίδια και τα ίδια φτωχόσπιτα, δεν είχε τίποτα να δεις,  γι αυτό παίζαμε ένα παιγνίδι. Στεκόμαστε στην μπροστινή πόρτα και φτιάχναμε φανταστικές ιστορίες για μερικούς επιβάτες. Μαντεύαμε το όνομά τους, που πάνε, τι δουλειά κάνουν, αν είναι παντρεμένοι, πόσα παιδιά έχουν, αν είναι Αθηναίοι ή χωριάτες. Περιττό να πω ότι γελούσαμε πολύ με αυτές τις ιστορίες, γιατί είχαμε μια τάση προς την κωμωδία κι αργά ή γρήγορα τους βγάζαμε όλους λειψούς σε κάτι -με βάση δεδομένα της φαντασίας μας, ένα τίποτα ουσιαστικά, το πώς έκαναν τον σταυρό τους μπροστά από εκκλησίες ή αν είχαν ψεύτικα δόντια.
Δυστυχώς αυτή η ωραία διασκέδαση -που ήταν εντελώς αθώα στην βάση της- κάθε τρεις και τόσο χάλαγε από κάποιον ανόητο, δηλαδή έναν μεγάλο άντρα που έφτανε στο κάθισμά μας και μας γινόταν κολλιτσίδα. "Καλημέρα κορίτσια, πού πάτε; Στο Μοναστηράκι; Κι εγώ εκεί πάω. Να σας κεράσω μια πορτοκαλάδα; Γιατί καλέ όχι;". Όταν συνέβαινε αυτό, είμαστε αναγκασμένες να σταματάμε το παιγνίδι μας  και να σκεφτόμαστε τι θα πούμε στον χαζό για να τον ξεφορτωθούμε.
Να εξηγήσω εδώ ότι το ενδιαφέρον των αρρένων δεν μας ήταν άγνωστο. Κι εμείς ενδιαφερόμαστε για τους άρρενες, αλλά για τα αγόρια της ηλικίας μας, όχι για ώριμους κυρίους. Στο μυαλό μας  υπήρχε πολύ καθαρή εικόνα για το ποιοί επιτρεπόταν να μας κοιτάνε και ποιοί όχι. Από 14-16 χρονών ήταν το κανονικό, δηλαδή τα "αγόρια". Από 17-18 ήταν οι "μεγάλοι". Από 19-21 ήταν οι "πάρα πολύ μεγάλοι", δηλαδή  "όχι". Από 21 και πάνω ήταν όλοι  αόρατοι,  δεν τους κατατάσσαμε στους υπαρκτούς. Εντελώς τυχαία, ο νομοθέτης είχε ακριβώς την ίδια γνώμη για το ποιοί επιτρέπεται να έχουν ερωτικές σχέσεις με 14 χρονες. Στην πραγματικότητα  σχεδόν όλοι οι άντρες από 19 έως 50 δε μας κοιτούσαν καθόλου (ή τουλάχιστον δεν εξωτερίκευαν το ενδιαφέρον τους) γιατί  είχαν κι αυτοί επίγνωση πόσο ανάρμοστο θα ήταν ένα τέτοιο ταίριασμα. Όμως μερικοί άντρες από 50 και πάνω, έχαναν τον έλεγχό τους και την λογική τους.
Λοιπόν η ενόχληση από τους ώριμους κυρίους ήταν δεδομένη, αλλά  δεν την βλέπαμε ίδια, ούτε την αντιμετωπίζαμε ίδια διότι η μια από εμάς ήταν ασχημούλα κι η άλλη πολύ όμορφη. Η όμορφη είχε συνηθίσει από τότε που ήταν μπέμπα στο καρότσι, όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν να της λένε όλοι πόσο όμορφη είναι και να επιδιώκουν να βρεθούν κοντά της. Αυτό συνέβαινε με μωρά, με ετοιμοθάνατους γέρους, με άντρες και γυναίκες, με όλο τον κόσμο, οπότε τους έβαζε όλους σε ένα τσουβάλι και δεν έβρισκε τίποτα περίεργο σε κανέναν. Έλεγε στην ασχημούλα "έλα μωρέ με αυτούς τους μεγάλους, πώς κάνεις έτσι; γράψ' τους στα παλιά σου τα παπούτσια". Η ασχημούλα όμως γινόταν έξω φρενών. "Είσαι με τα καλά σου; Αυτοί είναι παιδεραστές. Μας καλούν για πορτοκαλάδα εμάς που πριν 2 χρόνια πηγαίναμε Δημοτικό, αυτοί που πριν 30 χρόνια τελειώσαν το στρατιωτικό τους;".
Τελικά οργανώσαμε ένα σχέδιο δράσης. Φτιάξαμε ένα σκετσάκι που το παίζαμε όταν χρειαζόταν,  με παραλλαγές, το εξής:
Καθόμαστε στο τελευταίο κάθισμα, η ασχημούλα στο τζάμι, η όμορφη στον διάδρομο. Όταν πλησίαζε κάποιος ώριμος κύριος και την στιγμή ακριβώς που είχε πιάσει την χειρολαβή πάνω από το κεφάλι μας έτοιμος να αρχίσει τα σαλιαρίσματα, η ασχημούλα έλεγε στην όμορφη
- Σήκω καημένη να καθίσει ο κύριος, δεν τον βλέπεις που είναι μεγάλος;
- Όχι, δεν σηκώνομαι, δεν είναι τόσο μεγάλος, έλεγε η όμορφη.
- Δεν είναι μεγάλος ο κύριος; Είναι 10 χρόνια μεγαλύτερος από τον πατέρα σου, πόσο είναι ο πατέρας σου;
- 39.
- Να, ο κύριος θα 'ναι 50. Πόσο είστε κύριε; ρωτούσε η ασχημούλα
Καπνός ο κύριος.

'Η, άλλη φορά
- Σήκω να καθίσει ο κύριος που είναι μεγάλος.
- Όχι, δεν σηκώνομαι, δεν είναι τόσο μεγάλος.
- Δεν είναι μεγάλος επειδή βάφει τα μαλλιά του; Μπαμπάκι είναι αν τα αφήσει στο φυσικό του. Ακαζού τα βάφετε κύριε; να πείτε στην κομμώτρια να σας το γυρίσει στο σαντρέ, το ακαζού δείχνει ψεύτικο.
Καπνός ο κύριος.

Ή, άλλη φορά
-Σήκω να καθίσει ο κύριος που είναι μεγάλος.
- Όχι, δεν σηκώνομαι, δεν είναι τόσο μεγάλος.
- Δεν είναι τόσο μεγάλος ο κύριος που του έχουν φύγει όλα τα δόντια; 40 μάστορες κι 60 μαθητάδες χρειάστηκαν για την μασέλα του κυρίου.
Καπνός ο κύριος.

Το σχέδιο ήταν πολύ καλό κι αποδείχθηκε θαυματουργό, έως ότου πέσαμε σε κάποιον που ήταν πιο πονηρός από τους άλλους και πιο θρασύς. Πιο πονηρός διότι δεν πήραμε χαμπάρι ότι μας πλησίαζε με σκοπό να μας πει αηδίες, κοιτούσε όλη την ώρα αλλού. Γι αυτό πρόλαβε να ξεκινήσει πρώτος και να μας αιφνιδιάσει. Είπε κοιτάζοντας μόνο την όμορφη:
- Πού πάτε κορίτσια; Μοναστηράκι; Κι εγώ εκεί πάω, να σας κεράσω μια πορτοκαλάδα;
Η όμορφη μούγκα κατά την συνήθειά της, η ασχημούλα απάντησε.
- Άντε παράτα μας.
Ο τύπος όμως ήταν θρασύς κι αμέσως ανταπάντησε
- Εσένα ποιός σου μίλησε και πετάγεσαι; Με βλέπεις να σε κοιτάω; Σε κοιτάει ποτέ κανένας;
- Ρε άντε από δω, παππού! είπε η ασχημούλα.
- Δεν είμαι παππούς, είμαι νεότατος, απλώς έχω χάσει τα μαλλιά μου,  είπε κοιτώντας προς την ασχημούλα και συνέχισε κοιτώντας τώρα την όμορφη
-  τι θα γίνει με την πορτοκαλάδα, λοιπόν;
Ε, ποιός είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε.
- Α, πιέζεις κιόλας "λοιπόν και λοιπόν"; Έστω ότι η φίλη μου είναι ζώον κι έρχεται και ξανάρχεται. Εσύ που τα μαλλιά βαρέθηκαν να βλέπουν 40 χρόνια τα μούτρα σου, γι αυτό μετακόμισαν στην πλάτη σου, σκοπεύεις μια μέρα να απλώσεις το χέρι σου σε γεννητικά όργανα που πριν δυο χρόνια δεν είχαν ούτε χνούδι; Γιατί αν αυτό σκοπεύεις, δεν είσαι νεότατος, είσαι αισχρότατος -είπε η ασχημούλα μας.
- Ακριβώς, είπε και το μουγγόψαρο, η όμορφη.
Ο τύπος χλώμιασε, επιτέλους είχε προσβληθεί ακούγοντας με λέξεις την περιγραφή από κείνο που ήταν ήδη στο κεφάλι του. Πάτησε το κουμπί για να κατέβη, λέγοντάς μας
- Δεν είστε στα καλά σας κι οι δυό, είστε για δέσιμο. Θα πεθάνετε γεροντοκόρες κι άκληρες.
Δεν την πέτυχε την μαντεψιά ο κύριος Πύθιος, ούτε το "γεροντοκόρες", ούτε το "άκληρες", γιατί η μία παντρεύτηκε 23, η άλλη 26, η μία έκανε 3 παιδιά, η άλλη 1.

Και κάπως έτσι η Δήμητρα κι εγώ περάσαμε το καλοκαίρι της Β' Γυμνασίου αποκρούοντας ώριμους κυρίους στο λεωφορείο προς Ομόνοια.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ή ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ;

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΣΤΟΧΟ

AN UNSOLICITED DICK-PICK