ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΩΝ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΩΝ

Περπατάμε σε αυτήν την ζωή δέσμιοι των στερεότυπων ως που να πεθάνουμε. Ξεκινάμε την ζωή μας με το μυαλό γεμάτο προκατασκευασμένες εικόνες και καθώς περνούν τα χρόνια όλο και κάτι αποδομούμε, αλλά πάντα υπάρχουν πολλά ακόμα που είναι στην θέση τους ακλόνητα. Απλώς δεν το καταλαβαίνουμε, εκτός αν έρθει η ζωή να μας τρίψει την απόδειξη της στενοκεφαλιάς μας στα μούτρα. 
Αυτή είναι μια τέτοια ιστορίας, δικής μου στενοκεφαλιάς και προκατάληψης. 
*******************
Η μαμά μου έχει μια φίλη και πελάτισσα που οργανώνει ολιγοήμερες εκδρομές σε κοντινούς προορισμούς. Καμιά δεκαριά χρόνια μου ζάλιζαν το κεφάλι να πάω μαζί τους εκδρομή στο μοναστήρι του Προυσού, ώσπου μια μέρα, για να τις ξεφορτωθώ, δέχθηκα. Από την εκδρομή περίμενα απόλυτη βαρεμάρα, ψαλμωδίες να μην με αφήνουν να κοιμηθώ, καμπάνες να χτυπάνε στις 4.00 το πρωί κι άλλα παρόμοια. Ετσι πήρα μαζί μου ένα παλιό βιβλίο του Μαρκ Τουαίν κι ένα ημερολόγιο, ώστε να έχω τι να κάνω τις ατέλειωτες ώρες που θα απομονώνομαι. 
Η πρώτη έκπληξη ήταν στην διαδρομή, μετά την ατέλειωτη βαρετή εθνική -που ευτυχώς την διανύσαμε με μουσική του Χατζηδάκι από τα ηχεία. Μόλις αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το βουνό, ρώτησα τον οδηγό αν υπάρχει πουθενά καμιά δημόσια βρύση να πιω νερό, γιατί ήμουν η μοναδική μέσα σε 60 άτομα που δεν σκέφτηκε πως πρέπει να φέρει ένα μπουκάλι νερό μαζί της κι η μοναδική που δεν δίψασε όσο βρισκόμασταν ανάμεσα στις καφετέριες της εθνικής οδού. Ο συνηθισμένος μπούφος της πόλης δηλαδή, που έχει τα πάντα σε δέκα μέτρα απόσταση, 24/7. Μου είπε ναι και λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα σταμάτησε. Κατέβηκα, πήγα στην βρύση και καθώς έπινα νερό με την χούφτα μου ακούω ένα ελαφρύ "φρου φρρρ". Σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω ανάμεσα στα φυλλώματα ένα μικρό ελάφι να με κοιτάει στα μάτια. Δεν μου αρέσει να υπερβάλω, όμως η γνώμη μου είναι ότι δεν υπάρχει ανάμεσά μας κανείς που να του αξίζει αυτό το θέαμα ομορφιάς και αθωότητας, εκτός από τα νεογέννητα. Είμαστε πολύ αμαρτωλοί όλοι μας, για τόση καθαρότητα.
Συνεχίζουμε την πορεία μας και φτάνουμε στο Μοναστήρι, το οποίο είναι ένας Παράδεισος ηρεμίας: δεν ακούγεται τίποτα εκτός από τα πουλιά.  Μας υποδέχεται  ένας ηλικιωμένος καλόγερος με ένα μαύρο σκέτο ράσο κι ένα μικρό σταυρουδάκι ξύλινο στον λαιμό, η προσωποποίηση της απλότητας, της γαλήνης και της φιλικότητας. "Καλώς τες, καλώς τες"  λέει χαμογελαστός και μας πηγαίνει ήρεμα στα δωμάτιά μας. Εκεί όλα είναι επίσης τέλεια, δυό κρεβάτια με ένα τραπεζάκι ανάμεσά τους, στρωμένα με σεντόνια, κουβέρτες, μαξιλάρια,  όλα σιδερωμένα και πεντακάθαρα. Στο δωμάτιο έχει ένα παράθυρο που ξεκινάει από χαμηλά και βλέπει μόνο στο αχανές πράσινο της οργιαστικής βλάστησης. Σε ένα τέτοιο δωμάτιο μπορείς να γίνεις ποιητής, συγγραφέας, ζωγράφος ή φιλόσοφος. 
Η μαμά μου μου προτείνει να μην πάμε για φαγητό με τους υπόλοιπους, αλλά να βγούμε έξω για μια μακρινή περπατητη βόλτα, ώστε να μαζέψουμε βότανα. Δέχομαι. Με σακούλες πλαστικές στο ένα χέρι και μαχαιράκι της κουζίνας στο άλλο, περπατάμε, βλέπουμε φυτά, λουλούδια, τα πιάνουμε κι αν είναι αυτά που θέλουμε, τα κόβουμε. Μαζεύουμε υπερικό για να φτιάξουμε σπαθόλαδο, κι άλλα φυτά για τα μαλλιά μας.
Το βράδυ, μπαίνουμε όλοι στο πουλμαν και πηγαίνουμε σε μια κοντινή ταβέρνα για φαγητό.Το μαγαζί έχει μπριζολες, φέτα, ντοματοσαλάτα και πατάτες. Όμως λίγα λεπτά αφότου καθίσουμε, ανοίγει το κέρας της Αμάλθειας πάνω στο τραπέζι μας κι έρχονται η μία μετά την άλλη πιατέλες με τυροπιτάκια, σπανακοπιτάκια, ντολμαδάκια, μελιτζανοσαλάτες, ψητές πιπεριές γεμιστές με τυριά, μέχρι και ψωμί ζυμωμένο με γάλα. Πού βρέθηκαν όλα αυτά; Απλούστατα, οι γυναίκες της εκδρομής οργανωμένες και με εμπειρία από παλιότερες εκδρομές ετοιμάζουν από το σπίτι τους και φέρνουν ένα φαγητό που να μεταφέρεται και να αντέχει μια μέρα χωρίς ψυγείο. Κάνουν η καθεμία ένα κόπο, ώστε το συλλογικό τραπέζι να είναι πλούσιο και εορταστικό. Εγώ είμαι η μόνη που ήρθα με τα χέρια άδεια και δεν έχω τίποτα να προσφέρω στο σύνολο. Η μαμά μου μου λέει "δεν πειράζει, εσύ είσαι μικρούλα" κι είμαι 40 χρονών! Δεν είμαι εγώ μικρούλα, είναι αυτές γενναιόδωρες. 
Σε όλο το εορταστικό κλίμα, δεν αργεί να προστεθεί ο χορός, κυρίως δημοτικά τραγούδια, αυτα που έχει σε κασέτες ο μαγαζάτορας. Όλοι χορεύουν μια χαρά, πίνουν γελάνε, χορεύω κι εγώ όσο μου κόβει. Γυρνάμε στο μοναστήρι και πέφτουμε ξερές για ύπνο -εγώ μεθυσμένη. 
Το πρωί που ξυπνάω, είμαι μόνη μου και δεν έχω πονοκέφαλο από το ποτό. ο καθαρός αέρας βοηθάει; που να ξέρω, είμαι παιδί της πόλης. Η μαμά μου λείπει από το δωμάτιο και δεν έχω ακούσει τίποτα, ούτε καμπάνα, ούτε κιχ. Πηγαίνω προς την εκκλησία και τους πετυχαίνω όλους να πίνουν τον καφέ τους. Η Λειτουργία έχει τελειώσει κι οι καλόγεροι προσφέρουν καφέ και παξιμαδάκια, κουλουράκια κλπ. Ρωτάω πόσο κάνουν όλα αυτά, τα δωμάτια, ο καφές, η περιποίηση. Μου λέει η μαμά μου "τίποτα, τι είναι αυτά που λες; Δεν είναι ξενοδοχείο εδώ, είναι μοναστήρι". Την ρωτάω αν δέχονται δωρεές χρημάτων κι η μάνα μου απαντάει "μην πεις τέτοια κουβέντα και τους προσβάλλεις τους ανθρώπους, δεν δέχονται τίποτα, αν θες παίρνεις κεριά και βάζεις μέσα παραπάνω χρήματα". Μπαίνω στην εκκλησία, εκεί που βρίσκονται τα κεριά, έχει θήκες με διάφορα μεγέθη και πουθενά μια τιμή, μόνο μια τρυπούλα, μικρή, για κέρματα βασικά. Κανένα ενδιαφέρον των καλόγερων να μαζέψουν λεφτά δεν είναι ορατό.

Φεύγουμε από την μονή και πηγαίνουμε σε ένα κοντινό χωριό στο εκθετήριο του Συλλόγου γυναικών. Οι γυναίκες φτιάχνουν ποτά, γλυκά, διάφορα πράγματα, σε όμορφα μπουκαλάκια που τα ζωγραφίζουν μόνες τους απέξω. Πολύ ωραία ιδέα, παίρνω ρακόμελο και ένα λικέρ φτιαγμένο με κονιάκ και λουλούδια (!) που μυρίζει απίθανα. 
Στην επιστροφή προς την Αθήνα και κατά το μεσημέρι, μπολάκια ανοίγουν πάλι και οι κυρίες προσφέρουν κεφτεδάκια, φετούλες κασέρι, ντομάτα στα 4, κρασί και μετά κέικ και ραβανί για όποιον θέλει. Ολες πίνουμε εκτός από τον οδηγό που οδηγεί,  αλλά συμμετέχει βάζοντας μουσική. Βάζει λοιπόν λαϊκά, παλιά, ρεμπέτικα της Νίνου και της Τεράδας του Πειραιώς και φτάνει έως τα λαϊκά αρχών του 60. Αυτές που χόρευαν εχθές τα Δημοτικά, τώρα χορεύουν στον διάδρομο  τσιφτετέλια και καρσιλαμάδες και φαίνονται ότι γνωρίζουν, ότι έχουν περάσει πολλές ώρες χορεύοντας σε μαγαζιά. Λογικό, έχουν προλάβει τις γιορτές στα σπίτια, τα πάρτι της δεκαετίας του 70, τα μπουζούκια (η μαμά μου έχει δει τον Ζαμπέτα από κοντά), άλλο που εγώ ξεχνάω πόσο περισσότερο διασκέδαζαν και χόρευαν οι προηγούμενοι από εμάς. Το κέφι έχει φουντώσει λοιπόν και αφού είμαστε μόνο γυναίκες, κάνουν και τρέλες, πιο πολλά κουνήματα, σηκώνουν λίγο την φούστα τους κλπ. Οταν ακούγεται το "άναψε το τσιγάρο" της Καίτης Γκρέη, γίνεται το έλα να δεις! Φτάνουμε στην Αθήνα χορεύοντας επί 3 ώρες συνέχεια, εγώ μεθυσμένη. 

Τι μου δίδαξε αυτή η απίθανη εκδρομή που ήταν γεμάτη ηλικιωμένες κυρίες και παπάδες; Οτι οι παπάδες είναι πολύ πιο ήρεμοι και φιλικοί από όσο εγώ νόμιζα, οι δε ηλικιωμένες κυρίες, πολύ πιο οργανωμένες, προνοητικές, ζωηρές και ικανές για διασκέδαση από όσο φανταζόμουν κι από εμένα -όλα μαζί. Τίποτα δεν έγινε όπως το φανταζόμουνα, μέθυσα δυό φορές σε 24 ώρες και το βιβλίο του Μαρκ Τουαίν πήγε κι ήρθε ακούνητο μέσα στην τσάντα μου. Ήταν ένα απίθανο Σαββατοκύριακο!

(μπουκάλια με ποτά από τον Σύλλογο γυναικών, που τα έχω ακόμα και βάζω μέσα άλλα ποτά)


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ή ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ;

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΣΤΟΧΟ

AN UNSOLICITED DICK-PICK