ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ (μέσα κι έξω από το ΑΕΠ)

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να μετρήσεις την ευημερία των ανθρώπων. Ο συνηθισμένος εδώ και πολλά χρόνια είναι να κοιτάξεις το το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της κάθε χώρας από το οποίο προκύπτει το φανταστικό κατά κεφαλήν εισόδημα. "Φανταστικό", επειδή ανήκει στην χώρα της φαντασίας, μια που όπως γνωρίζουμε ο εθνικός πλούτος δεν μοιράζεται ίσα στους πολίτες της χώρας, αλλά με τρόπο μυστηριακό κατορθώνει να συγκεντρώνεται κυρίως στα χέρια λίγων.

Ο Αντουάν ντε Τρασύ, γάλλος οικονομολόγος και κόμης ο ίδιος που ΔΕΝ αποκεφαλίστηκε το 1789, στο βιβλίο του "Στοιχεία της ιδεολογίας" στο 10ο κεφάλαιο, γράφει την διάσημη ως σήμερα φράση:
"Τα φτωχά  έθνη είναι εκείνα που ο λαός τους περνάει καλά και τα πλούσια έθνη εκείνα που ο λαός τους είναι συνήθως φτωχός" (Les nations pauvres, c'est là où le peuple est à son aise ; les nations riches, c'est là où il est ordinairement pauvre). 
Ο Ντεστύ έγραψε το βιβλίο το 1801, ακριβώς μετά την γαλλική Επανάσταση. Βρισκόταν στην στιγμη της ιστορίας που τα εργοστάσια πολλαπλασιάζονταν, νέα φουγάρα υψώνονταν στον ορίζοντα καθημερινά, οι συγκοινωνίες κι οι μεταφορές βελτιώνονταν διαρκώς ώστε να διακινούνται εύκολα τα εμπορεύματα, ανακαλύψεις βελτίωναν την απόδοση των μηχανών, και όλοι γενικώς συμμετείχαν σε έναν οργασμό παραγωγικότητας. Τα πάντα φαίνονταν να κινούνται προς τα εμπρός. Ο Ντεστύ γιατί μίλησε έτσι και δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό των υπολοίπων για την Βιομηχανική Επανάσταση; 

Νομίζω πως απλούστατα είχε την ευκαιρία να δει με τα μάτια του την ζωή των εργατών της εποχής του, αυτών των μικροϊδιοκτητών γής έως εχθές, που αφού αποστερήθηκαν την ιδιοκτησία τους με νομικά τερτίπια, εξαναγκάστηκαν σε αστυφιλία, σε εξαντλητική εργασία μέσα σε ανήλιαγα μπουντρούμια, με μισθούς που μόλις έφταναν για να πληρώνουν τα ενοίκια σε σπίτια μουχλιασμένα που ανήκαν στους αστούς βιομηχάνους (μερικές φορές χτισμένα δίπλα ακριβώς από τα εργοστάσια). Εβλεπε την καταστροφή της οικογένειας. Εβλεπε τις μανάδες που ήταν υποχρεωμένες να βγάλουν το στήθος τους από το στομα των νεογέννητων μωρών και να επιστρέψουν στην δουλειά. Εβλεπε και την όψη των εργατών, αυτα τα κιτρινα πρόσωπα, τα σώματα που παραμορφώνονταν ανάλογα με τον τύπο της δουλειάς, που είχαν τις ασθένειες που προέκυπταν από τις εργασιακές συνθήκες. Εβλεπε όλα αυτα και βέβαια, τα συνέκρινε. Με τι; Με το πριν. 

Τα συνέκρινε με το αμέσως πριν που το γνώριζε προσωπικά, ή με το λίγο πιο παλιό παρελθόν που αφηγούνταν τα μυθιστορήματα σαν τον Γαργαντούα και τα λαϊκά τραγούδια, ή το απεικόνιζαν οι πίνακες. Ο Ντεστύ ντε Τρασύ γνώριζε πως στην Γαλλία έως το 1789 εξαιτίας της θρησκείας υπήρχαν 52 επίσημες αργίες (όλες οι Κυριακές) και καμια σαρανταριά θρησκευτικές εορτές, όλες ημέρες που η εργασία απαγορευόταν απόλυτα, για όλους. Η Επανάσταση μεταξύ των άλλων αποκήρυξε την θρησκεία, προσπάθησε να αλλάξει τα ονόματα των ημερών και κατήργησε τις θρησκευτικές εορτές. Ετσι, τα 7ήμερα πανηγύρια σταμάτησαν, οι εβδομαδιαίοι εορτασμοί των γάμων και οι τριήμεροι αρραβώνες, επίσης. Έτσι, οι προλετάριοι απελευθερωμένοι από τον ζυγό των θρησκευτικών υποχρεώσεών τους, χωρίς να το καταλάβουν, έπεσαν στα χέρια των βιομηχάνων και η εργάσιμη εβδομάδα έγινε 10 ημερών ανεμπόδιστα.

Όχι μόνο δεν υπήρχαν μέρες ανάπαυλας για τους προλετάριους, αλλά στις πόλεις που πήγαν δεν υπήρχε πια η ανεμελιά της προηγούμενης ζωής και ο δεσμός της κοινότητας που είχαν στις επαρχίες τους. Με ποιόν να κάνουν εκείνα τα ξέφρενα γλέντια, με ποιόν να τραγουδήσουν πίνοντας μια κούπα κρασί, κάτω από ποιό δένδρο να πέσουν το μεσημέρι για ύπνο, σε ποιά φρεσκοκομμένα στάχυα να ερωτοτροπήσουν; Ήταν ξένοι μεταξύ ξένων, περπατούσαν σε στενά δρομάκια, ανάμεσα σε ούρα και βρωμόνερα, κοπριές αλόγων, σκουπίδια που δεν είχαν πού να διοχετευτούν, καπνιά από τις συγκεντρωμένες καμινάδες των εργοστασίων και των σπιτιών εξίσου. 

Αυτό που είδε ο Ντεστύ ντε Τρασύ ήταν πως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ζωής, η ξεκούραση, το γλέντι, οι ιδιωτικές ασχολίες, οι συγγενικοί δεσμοί, η επαφή με την Φύση, η περηφάνεια του να φτιάχνεις κάτι με τα χέρια σου από την αρχή ως το τέλος και να μπορείς να το επιδείξεις, όλα αυτά θυσιάστηκαν με το πρόσχημα του δικαιώματος στην εργασία. Αυτό δηλαδή που διαφημίστηκε ως δικαίωμα, στην πραγματικότητα ήταν η υποχρέωση των εργατών να δουλεύουν για τους άλλους, ώστε να αποφέρουν κέρδη στους εργοδότες τους μέσω της υπερεργασίας και της υπεραξίας της εργασίας τους. 

Τα υπόλοιπα τα γνωρίζουμε, δηλαδή το πού μπορεί να φτάσει η απληστία του κεφαλαίου, τα είδαμε να λαμβάνουν χώρα στην αληθινή ζωή από τότε μέχρι τώρα. Η υπερεργασία οδηγεί σε υπερπαραγωγή. Αυτή απαιτεί διαρκή επέκταση των αγορών, επομένως κατακτήσεις νέων γαιών, πολέμους, αίμα. Εάν ακόμα κι έτσι υπάρχει πλεόνασμα προϊόντων, οδηγούμαστε σε βιομηχανική κρίση και σε χρεωκοπίες. Εμφανίζονται πλήθη ανέργων προλετάριων που καταλήγουν ανέστιοι και λιμοκτονούντες εντός της χώρας τους ή μεταναστεύουν σε άλλες χώρες για να επιβιώσουν, όπου εκεί χρησιμεύουν ως φτηνό εργατικό δυναμικό (φτηνότερο από το ντόπιο). Ενας ατέλειωτος κύκλος αυτής της καταστασης είναι η ζωή από την Βιομηχανική Επανάσταση και μετά, κι όλες οι χώρες ζουν σε αυτόν τον κύκλο την μια στιγμή ή την άλλη, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά. 

(κείμενο Melusine)
(πίνακας David Tenier de Younger, 1655, γιορτή σε χωριό)



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ή ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ;

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΣΤΟΧΟ

AN UNSOLICITED DICK-PICK