Το bouree του Jon Lord κι η Ομπρε στο Χαλάνδρι

Όταν ήμουν κοριτσάκι, περίπου στο τέλος του Λυκείου και λίγο μετά, πήγαινα σε ένα μαγαζί στα σίδερα Χαλανδρίου που έβαζε κυρίως ροκ μουσική, την Ομπρε. Μια ανεπανάληπτη εμπειρία. 

Δεν υπάρχει τρόπος να περιγράψω το μεγαλειώδες αίσθημα συντροφικότητας, αλληλεγγύης, αθωότητας που κυριαρχούσε σε  αυτό το υπογειάκι. Μόνο όποιος το έζησε μπορεί να καταλάβει πραγματικά. Υπήρχε συγκεκριμένος λόγος που η Ομπρε ήταν τόσο συγκλονιστική; Οχι, ήταν απλώς μια λαμπρή στιγμή στην ιστορία  όπου δεκάδες συμπτώσεις συνέπεσαν: οι θαμώνες της που ήταν σούπερ τύποι, οι DJ κορυφαία άτομα, με βαθειά γνώση κι αγάπη για την  μουσική, η πίστα που γλιστρούσε κι εκείνος ο μεγάλος καθρέφτης που μπροστά του χορεύαμε κουνώντας τα μαλλιά μας δεξιά -αριστερά. Τα μαλλιά "μας", ξέρετε τι εννοώ, τότε όλοι είχαμε μακριά μαλλιά φυσικά κι ελεύθερα, δεν τα πιάναμε σε κοτσίδες, αγόρια και κορίτσια τα είχαμε λυτά, αυτοί που πήγαινα με λεωφορείο κι αυτοί που είχαν τσόπερ. Ναι, έφευγαν τα άτομα με τις μηχανές και πετούσε το μαλλί τους στον αέρα ένα μέτρο πίσω από την πλάτη τους. Εγώ η ίδια καθόμουν πάνω στα μαλλιά μου, κάλυπταν τους γοφούς μου. 

Στην Ομπρε δεν μπορούσαμε να πιούμε, για να πάρεις αλκοόλ έπρεπε να είσαι πάνω από 18 χρονών και να το αποδείξεις με ταυτότητα. Στην παρέα μου οι πιο πολλοί ήταν κάτω των 18, γι αυτό πίναμε White Russian χωρίς βότκα (γάλα δηλαδή) ή Κόκα Κόλα. Δεν μας πείραζε καθόλου, "κάναμε κεφάλι" μόνοι μας με την μόνιμη καλή μας διάθεση και την μουσική. 

Αυτό εδώ το κομμάτι, το Bouree του Jon Lord, του οργανίστα των Deep Purple, ήταν από τα αγαπημένα μας γιατί μπορούσαμε να ανεβούμε στην πίστα και να στριφογυρνάμε ως που να πέσουμε σε έκσταση. Το ζητούσαμε κάθε μέρα από τους DJ, εκείνοι δεν ήθελαν να μας το βάλουν γιατί είναι μεγάλο, εμείς επιμέναμε όμως, απειλούσαμε κιόλας πως δεν θα φύγουμε από το μαγαζί εάν δεν το ακούσουμε και νικούσαμε πάντα. Δεν νικούσαμε επειδή είμασταν οι πελάτες, αλλά επειδή κι οι DJ στην πραγματικότητα το λάτρευαν, καταλάβαιναν γιατί αυτό ειδικά το κομμάτι μας "βαράει" στο δόξα πατρί, γι αυτό το έβαζαν να παίζει και κατέβαιναν κι οι ίδιοι στην πίστα μαζί μας να χορέψουν. Έτσι, με το Bouree ως όχημα  ανεβαίναμε όλοι μαζί, την ίδια στιγμή σε ένα πυκνό σύννεφο ευδαιμονίας.

Μόλις τελείωνε το κομμάτι, πηδάγαμε δύο-δυό τα σκαλιά και πεταγόμασταν σφαίρα έξω, για να προλάβουμε το τελευταίο λεωφορείο που τις πιο πολλές φορές το χάναμε. Φυσικά δεν είχαμε λεφτά για ταξί, είχαμε λεφτά μόνο για μια κόκα κόλα ο καθένας μας,  γι αυτό κάναμε τον δρόμο της επιστροφής με ποδαρόδρομο. Περπατούσαμε κάθε φορά 11 χιλιόμετρα ως την γειτονιά μας και τα σπίτια μας και δεν μας ένοιαζε καθόλου, είμαστε τόσο νέοι και τόσο δυνατοί που δεν θεωρούσαμε τίποτα ταλαιπωρία. Με κρύο ή με ζέστη, με βροχή και χωρίς ομπρέλες ασφαλώς, κάναμε τα 11 χιλιόμετρα όλοι μαζί, λέγοντας επί δύο ώρες αστεία. Ούτε καν καταλαβαίναμε πότε φτάναμε  σπίτι. 

Καμιά φορά κρυολογούσαμε βέβαια αλλά πάλι δεν πείραζε: το τραγούδι άξιζε τον κόπο. Ακούστε το, να δείτε

(γράφει η Melusine)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ή ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ;

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΣΤΟΧΟ

AN UNSOLICITED DICK-PICK