Το προλεταριακό μαύρισμα.


Γεννήθηκα σε μια φτωχή συνοικία της Αθήνας, σε ένα από τα σπίτια που ήταν γύρω από την πλατεία. Αυτά τα σπίτια ανήκουν πάντα στους πρώτους κατοίκους της περιοχής, στο δικό μας  ο πρώτος όροφος χτίστηκε το 1921 και το ισόγειο (πατρικό της γιαγιάς μου) το 1908. Όταν ήμουν μικρή, στην συνοικία μου δεν πήγαινε σχεδόν κανένας διακοπές κι ο λόγος ήταν απλός: ήταν όλοι Αθηναίοι και φτωχοί. Ο μόνοι που έλειπαν τον Αύγουστο ήταν ο συμβολαιογράφος κι ο αρχιτέκτονας (και δήμαρχος) που είχαν δεύτερο σπίτι, το επονομαζόμενο "εξοχικό", κι οι δυό στο Μάτι, φαντάζομαι από τα πρώτα αυθαίρετα της περιοχής. Εμείς οι υπόλοιποι είμαστε όλοι εδώ,  στην Αθήνα, στην γειτονιά μας. 

Πώς περνούσαμε το καλοκαίρι; Τα πρωινά οι γονείς μας πηγαίναν στην δουλειά όπως και τον υπόλοιπο χρόνο (δεν υπήρχαν νοικοκυρές στην γειτονιά μας) κι εμείς τα παιδιά το κωλοβαράγαμε στο σπίτι διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική και κάνοντας δουλειές. Τα απογεύματα, όλοι κάναμε μπάνιο, όλοι ντυνόμασταν και όλοι βγαίναμε βόλτα. Τα πολύ μικρά παιδιά στην πλατεία με τους γονείς τους, με παγωτό, κανένα ποδηλατάκι της πλάκας, ή σινεμά. Τα παιδιά του Γυμνασίου και του Λυκείου σε καφετέριες, σε παρκάκια και σε καμαράκια σε ταράτσες, άκουγαν μουσική και μιλούσαν πίνοντας τρεις ώρες τον ίδιο καφέ. Μερικές Κυριακές μπαίναμε στον Ηλεκτρικό και πηγαίναμε για μπάνιο στην παραλία, αλλά πολύ σπάνια, ήταν μεγάλη ταλαιπωρία. Είχαμε επομένως όλοι το διάσημο προλεταριακό μαύρισμα, μαύροι ήταν οι βραχίονες, οι γάμπες μας, και στις γυναίκες ένα τριγωνάκι στο ντεκολτέ (αυτό που άφηνε έξω το φουστάνι τους), στους άντρες και τα παιδιά ένα ημικύκλιο στο ντεκολτέ (αυτό που άφηνε έξω το φανελάκι τους). Όλα τα άλλα στο σώμα μας ήταν άσπρα.

Έτσι πέρασαν όλα μου τα χρόνια με καλοκαίρια στην Αθήνα -ζωή και κότα κατά την γνώμη μου- και τίποτα δεν άλλαξε όταν έπιασα δουλειά. Εβγαζα αρκετά χρήματα για να πάω διακοπές, όμως αφού εάν είχαν οι δικοί μου για διακοπές θα πλήρωναν για τον εαυτό τους και τα παιδιά τους, όταν έφτασε ο καιρός που είχα δικά μου λεφτά, ντρεπόμουν να πληρώσω μόνο για τον εαυτό μου και να αφήσω την υπόλοιπη οικογένεια στο τσιμέντο. 'Η όλοι ή κανένας, σκεφτόμουν. Αφού είμαστε μαζί στα δύσκολα, έπρεπε να είμαστε μαζί και στα ωραία.  

Αυτό άλλαξε όταν παντρεύτηκα. Μπήκα σε άλλη οικογένεια, την δικιά μου, άλλο σπίτι, άλλες ευθύνες, κοινό πορτοφόλι με τον σύζυγο (δηλαδή ένα κουτί από μπισκότα πάνω στο τραπέζι της εισόδου) κι άλλη ελευθερία. Εκείνος ήταν από παραθαλάσσιο χωριό όμως δεν  είχε κάνει ποτέ διακοπές επίσημες, σε ξενοδοχεία, με σεντόνια που τα πλένουν άλλοι, φαγητό που το φτιάχνουν άλλοι ενώ εσύ μόνο πληρώνεις. Είχε πάει πενταήμερη βέβαια, ενώ εγώ όχι, δεν είχα λεφτά ούτε γι αυτό. Πήγαμε μαζί τις πρώτες μας πληρωμένες διακοπές σε νησί. Σε νοικιασμένο σπίτι με σαλόνια, κουζίνα, μπαλκόνι, όλα τα κομφόρ. Κάτω από το σπίτι ήταν ταβέρνα, πέρα από την ταβέρνα οι ομπρέλες της παραλίας. Το σπίτι το κλείσαμε μέσω φωτογραφιών και μαζί εισιτήρια στο πλοίο σε πολυτελή καμπίνα πρώτης θέσης. Ονειρευόμουν αυτό το ταξίδι από τότε που ήμουν στο Νηπιαγωγείο κι έβλεπα στις ταινίες του σινεμά τις όμορφες πρωταγωνίστριες στα πλοία και τις ξαπλώστρες, γι αυτό ήθελα όλα να είναι τέλεια, ειδικά κατά το ταξίδι με το πλοίο.

Την μέρα της αναχώρησής μας, φτάσαμε οι δυό μας στον Πειραιά με τον Ηλεκτρικό, βρήκαμε την σωστή αποβάθρα κι ανεβήκαμε την μεγάλη σκάλα του πλοίου. Κατευθυνθήκαμε προς την ρεσεψιόν με τα εισιτήρια στο χέρι κι αμέσως μόλις μπήκαμε εντυπωσιάστηκα: τα πόδια μου βούλιαζαν ως την μέση του παπουτσιού μου στην παχιά μοκέτα της. Στο σπίτι μου είχαμε κουρελούδες στο πάτωμα γύρω από τα κρεβάτια και ένα χειροποίητο χαλί κάτω από την τραπεζαρία, ψιλό σαν φθαρμένη κουβέρτα. Εγώ για το ταξίδι είχα διαλέξει παντελόνι φαρδύ, μπλούζα με τιράντες, σκουλαρίκια και τσάντα χειρός, όλα σε άσπρο χρώμα, άσπρα σαν τους γλάρους, τα πανιά των ιστιοφόρων και τα καταστρώματα των πλοίων, έτσι όπως τα είχα δει όλα στο σινεμά. Μόνο τα κολεγιακά  μου μοκασίνια ήταν μπεζ σκούρο, καλοκαιρινά Timberland, που τα διάλεξα επίτηδες για να μην γλυστράω στο κατάστρωμα. Είχα επίσης αγοράσει ένα σετ βαλιτσούλες σε κόκκινο  ύφασμα με δερμάτινες μπεζ γωνίες και χερούλια, υπέρκομψες. Ο σύζυγος φορούσε στο ταξίδι μαύρο τζην και γκρι μπλουζάκι που με το ζόρι κάλυπτε την κοιλιά του, κι ήταν ένας Θεός 25 χρονών που περπατούσε πέρα-δώθε  με την αθλητική κορμάρα του και την ανεμελιά του και γελούσε συνέχεια. Στην ρεσεψιόν μας υποδέχθηκε ο ίδιος ο καπετάνιος φορώντας την άσπρη του στολή, μας χαιρέτησε δια χειραψίας κι έδωσε τις βαλίτσες σε ένα θαλαμηπόλο που μας οδήγησε στην καμπίνα μας. 

Δεν πίστευα στα μάτια μου, μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Η ομορφιά κι η πολυτέλεια της καμπίνας ήταν εξωπραγματική. Καταρχάς είχε φινιστρίνια που ήταν δίπλα από την γέφυρα κι έβλεπες όλο θάλασσα. Είχε διπλό κρεβάτι, κομοδίνα, σεκρετέρ για να συντάξεις επιστολές, μπαουλάκι για να ακουμπήσεις τις βαλίτσες σου και έπιπλο-τουαλέτα με ένα τεράστιο οβάλ καθρέφτη. Στο πατρικό μου σπίτι είχαμε ένα μικρό καθρέφτη στο μπάνιο που ήταν βαλμένο στο ύψος του μπαμπά μου κι έβλεπα μέσα μόνο από τα μάτια και πάνω (το μακιγιάζ του γάμου μου, το είχα κάνει χωρίς καθρέφτη, σε μια πουδριέρα Κλινικ). Στο καινούργιο σπίτι του γάμου μου, πάλι δεν είχα τουαλέτα γιατί αγόρασα ένα γιαπωνέζικο μίνιμαλ ακριβό κρεβάτι που δεν του ταίριαζε αυτό το έπιπλο. Το μπάνιο της καμπίνας ήταν εξίσου πολυτελές, με παχιές πετσέτες σαν βελούδινες, με σαπουνάκια, σαμπουάν,  οδοντόκρεμες, του κόσμου τα όμορφα πράγματα, όλα προσφορά του πλοίου. Εκεί μέσα λοιπόν πρώτη φορά μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω μπάνιο, να τυλιχτώ σε πετσέτα,  να βγω μπροστά σε ένα καθρέφτη που με έδειχνε σχεδόν ολόκληρη, κι εκεί, στην απόλυτη πολυτέλεια να βάλω κρέμες κι άλλες κρέμες, κι από πάνω κολόνιες και να με θαυμάσω. Δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο όμορφη φαινόμουν μέσα σε αυτόν τον καθρέφτη.

Κατεβήκαμε στην τραπεζαρία που ήταν κι αυτή πρώτης θέσης. Είχε ένα γκαρσόν για κάθε τραπέζι, πιρούνια και κουτάλια διαφορετικά για το κάθε φαγητό, ποτήρια μικρά, μεγαλύτερα κι ακόμα μεγαλύτερα, πετσέτες και τραπεζομάντηλα υφασμάτινα, φαγητό αριστουργηματικό που μόνο στα γαλλικά βιβλία το είχα διαβάσει κι αναγνώριζα, γιατί στο σπίτι μου δεν φτιάχναμε τίποτα από αυτά τα φαγητά και τις σάλτσες με τα ονόματα που τονίζονταν στην λήγουσα: μπουργκινιόν, ολαντέζ, μπερνέζ. Παραγγείλαμε κι ήπιαμε κρασί, έτσι, μόνο για να δούμε το υγρό στα όμορφα ποτήρια. 

Γυρνούσα στο πλοίο μέσα σε απόλυτη ψυχική γαλήνη. Αισθανόμουν σαν πρωταγωνίστρια μεγάλης ταινίας του Χόλυγουντ, με τα κάτασπρα ρούχα μου ταιριαστά  με το  κάτασπρο κατάστρωμα κι είχα μαζί μου τον άντρα μου που χρησίμεψε αυτοβούλως ως φωτογράφος μου, διότι μόλις είχαμε πάρει ως ζευγάρι μια πολύ καλή φωτογραφική μηχανή Olympus, μέχρι τότε όλες οι φωτό μου ήταν με μηχανές pocket. Ήμουν πανευτυχής.

Το κυριότερο όμως είναι πως ήμουν πολύ υπερήφανη για εμένα. Με την δουλειά μου και τα δικά μου λεφτά κατάφερα να προσφέρω στον εαυτό μου κάτι που ούτε καν είχα φανταστεί πόσο όμορφο θα ήταν όταν το σχεδίαζα. Ήταν μια προσωπική επιτυχία, γιατί δεν ήταν κάτι απλό κι ασήμαντο όπως ένα καταναλωτικό προϊόν που αγόρασα, αλλά ένα σκαλί σε  βιωτικό επίπεδο παραπάνω από όσα είχα στο πατρικό μου σπίτι κι ήταν όλο δικό μου. Ακολούθησαν κι άλλα τέτοια σκαλιά, αλλά αυτό το πρώτο ήταν τόσο καλύτερο από ό,τι είχα υποθέσει, μια τόσο μεγάλη διαφορά με το πριν της ζωής μου που δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Στα 32 χρόνια που δουλεύω κατάφερα να πάω διακοπές μόνο 9 φορές. γιατί είχα άλλες υποχρεώσεις οικονομικές στις οποίες έπρεπε να δίνω τα χρήματα μου, πότε το σπίτι που αγοράσαμε με δάνειο, πότε τα ιδιαίτερα για τις πανελλήνιες του παιδιού, πότε οι γονείς μας που αρρώστησαν σοβαρά, κλπ. Πολλά Καλοκαίρια και φέτος το Καλοκαίρι έχω το ίδιο προλεταριακό μαύρισμα που είχα στην παιδική μου ηλικία, στην εφηβεία και την αρχή της νεότητας: μαυρισμένες γάμπες, βραχίονες, τριγωνάκι στο ντεκολτέ, τα υπόλοιπα άσπρα. Δεν με πειράζει, έτσι κι αλλιώς δεν είμαι μαθημένη σε αυτά τα ομοιόμορφα σοκολατί μαυρίσματα, δεν μεγάλωσα με δεδομένες τις "Διακοπές", όσες φορές πήγα ήταν κάτι μεγάλο κι έξτρα στην ζωή μου. Και πάλι είμαι υπερήφανη γιατί ξέρω πως έχω βελτιώσει την ζωή μου σε σχέση με των γονιών μου, αυτοί δεν έχουν πάει καθόλου πληρωμένες διακοπές μέχρι τώρα, είναι ακόμα τόσο φτωχοί όσο ήταν παλιά. 

Απλώς, να, μετά την Κρίση του 2010 που δυσκόλεψε πολύ τα πράγματα για όλους κι εμένα, καμιά φορά αναρωτιέμαι αν αυτό το ταξίδι το πολυτελές, το ονειρεμένο, πράγματι έγινε έτσι ή η φαντασία μου τού δίνει άλλες διαστάσεις, μεγαλύτερες. Εγιναν όλα έτσι όπως τα θυμάμαι; Ήταν όλα τόσο μεγαλειώδη; 'Ηταν η μοκέτα τόσο παχιά; Ήταν οι πετσέτες σαν βελούδινες; Ηταν εκείνες οι κόκκινες βαλίτσες τόσο κομψές όσο τις έχω στην μνήμη μου; Ήταν τα ρούχα μου άσπρα σαν πανιά γλάρου; Δεν μπορώ να ξεχωρίσω πια την ανάμνηση από την φαντασία μου. Ίσως να μην θυμάμαι καλά.

(γράφει η Melusine)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ή ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ;

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΣΤΟΧΟ

AN UNSOLICITED DICK-PICK