Το καλοκαίρι του 1988



Λοιπόν μια που αυτές τις μέρες κάνει ζέστη, είπα να αφηγηθώ μια ιστορία για το καλοκαίρι του 1988 που ήταν το καλύτερο της ζωής μου.

Το καλοκαίρι του 1987, το προηγούμενο, ήταν καλό για μένα, όμως δούλευα σε μια αποθήκη στο λιμάνι, που ήταν φτιαγμένη με τσιμεντόλιθους κι ελενιτ στην οροφή, χωρίς ούτε μισό ανεμιστήρα, χωρίς ένα παράθυρο. Έτσι μου φάνηκε κάπως βασανιστικό από άποψη θερμοκρασίας, όχι πολύ, γιατί τα λεφτά ήταν καλά. Για τα λεφτά δεν δουλεύουμε;

Το καλοκαίρι του 1988 όμως ήταν ένα όνειρο, παρά τις πολύ χειρότερες συνθήκες εργασίας κι ο λόγος είναι απλός: τα πάντα είναι σχετικά. Από τις 27 Μαϊου έως τις 22 Σεπτεμβρίου δούλεψα σε ένα αεροδρόμιο σε νησί του Ιονίου. Η εργασία ήταν όλες τις μέρες, χωρίς κανένα ρεπό, συμπεριλαμβανομένης και της μέρας των γενεθλίων μου. Το ωράριο ήταν 2.00 το μεσημερι με 6.00 το πρωί, δηλαδή η απογευματινή και νυχτερινή βάρδια, 16 ώρες συνεχόμενες, 17 μαζί με το πήγαινε- έλα στο σπίτι. Η μετάβαση στο αεροδρόμιο γινόταν με ταξί, κάθε μέρα τις ίδιες ώρες, ο ίδιος ταξιτζής. Σε όλες τις φωτογραφίες είμαι κάτασπρη γιατί έκανα μόνο δύο μπάνια στην θάλασσα, από μιάμιση ώρα το ένα.

Ποιο ήταν το καταπληκτικό σε αυτό το καλοκαίρι; Καταρχάς το ότι εμένα πρώτη φορά μόνη μου, μακριά από το πατρικό μου. Μόλις έφτασα στο νησί, πήγα σε μεσίτη και του είπα πως θέλω ένα σπίτι μεγαλειώδες. Έμεινα σε μια πανσιόν επί τέσσερις μέρες ως που να βρεθεί το κατάλληλο οίκημα, δεν μου άρεσε τίποτα από ο,τι μου έδειχνε. Τελικά, για καλή μου τύχη, ένας Ελληνοαμερικανός αποφάσισε πως δεν μπορεί να ερθει για διακοπές και νοίκιαζε το σπίτι του επιπλωμένο. Το ερωτεύτηκα μόλις μπήκα μέσα. Ένα τεράστιο σπίτι σε διακόσμηση ποπ Αρτ της δεκαετίας του 60, με δύο διπλές κρεβατοκάμαρες, σαλόνι με τρεις τριπλούς καναπέδες και καφέ σκούρο μπάνιο που άστραφτε σαν αχρησιμοποίητο. Όλο το σπίτι είχε πορτοκάλι τοίχους που τους κάλυψα με δίχτυα ψαράδων.

Μετά, κάλεσα τους φίλους μου, αυτό ήταν το δεύτερο καλό. Η μία κρεβατοκάμαρα ήταν δική μου φυσικά, όμως στο υπόλοιπο σπίτι έμεναν οποιαδήποτε στιγμή τουλάχιστον άλλοι πέντε άνθρωποι, ανάμεσα σε αυτούς ένας παιδί 18 χρόνων που σπούδαζε μάγειρας. Ο Τάκης ήταν ένας μάγος της γεύσης, έφτιαξε το πρώτο καρπούζι-καλαθι που είδα στην ζωή μου, γεμισμένο με μπαλιτσες από άλλα φρούτα, ειδικά για εμένα στα γενέθλια μου, μαζί με μια τούρτα ψυγείου.

Το τρίτο καλό ήταν ο άντρας μου, που τότε ήταν το αγόρι μου. Είχαμε δεσμό που ήταν πολύ καλός, αλλά δεσμός, όχι κάτι αιώνιο. Όταν έφυγα για το νησί μου είπε "θα έρχομαι κάθε σαββατοκύριακο". Χαμογέλασα, όμως δεν τον πήρα σοβαρά, από Αθήνα στο Ιόνιο κάθε σαββατοκύριακο; Κι όμως εμφανίστηκε τα μεσάνυχτα της πρώτης Παρασκευής, είχε φύγει κατευθείαν από την δουλειά. Χάρηκα βέβαια, όμως όταν μου είπε "θα τα πούμε το άλλο Σαββατοκύριακο" πάλι δεν τον πήρα στα σοβαρά. Περίμενα πως θα κουραζόταν. Όχι, δεν κουράστηκε, κάθε Παρασκευή μεσάνυχτα ήταν στο νησί. Δεν μπορούσε να με βλέπει πολύ, αφού δούλευα τόσες ώρες, όμως έκανε αισθητή την παρουσία του και την φροντίδα του. Δύο φορές την μέρα ανέβαινε στο νοικιασμένο παπάκι, εμφανιζόταν στην δουλειά μου, έστρωνε στο γραφείο μου μια πετσέτα, μου άπλωνε πάνω το φαγητό μου, περίμενε να φάω, μάζευε τα πάντα και ξανάφευγε.

Ο διευθυντής μου μια μέρα από αυτές, μόλις έφυγε το αγόρι μου μού είπε "Αυτόν να τον παντρευτείς κυρά μου. Κανένας άλλος δεν θα σε αγαπήσει τόσο". Γέλασα λίγο κοροϊδευτικά, γιατί ήταν εξωφρενικό αυτό που είπε. Η σκέψη του γάμου δεν είχε περάσει ούτε δευτερόλεπτο από το μυαλό μου. Ένα πρωί όμως από τα δύο που εγώ και το αγόρι μου ειμασταν στην θάλασσα, ξαφνικά, με τα μάτια ανοιχτά, χωρίς να κοιμάμαι, είδα τον εαυτό μου γριά κι εκείνον δίπλα μου γέρο, να μιλάμε και να γελάμε. Συνειδητοποίησα πως ποτέ δεν θα τον βαριομουνα, ώσπου να πεθάνω. Πράγματι έτσι έγινε. Τον παντρεύτηκα τον επόμενο χρόνο και δεν τον έχω βαρεθεί ακόμα.

Ξαναπάμε όμως λίγο στην ζέστη, γιατί το τέταρτο καλό στοιχείο του καλοκαιριού του 1988 είχε σχέση ακριβώς με την ζέστη. Είμαι λοιπόν στο νησί και τα τσάρτερ αεροπλάνα επειδή κάνει 45 βαθμούς υπό σκιά, δεν μπορούν να ανεφοδιαστουν με καύσιμα, υπάρχει ο κίνδυνος ανάφλεξης. Οι τουρίστες είναι ξαπλωμένοι σε όλο το αεροδρόμιο μερικές φορές τέσσερις μέρες ολόκληρες, τα μωρά κλαίνε κουρασμένα, κι οι υπάλληλοι της Ολυμπιακής έχουν συνέχεια κλειστά τα γκισέ, γιατί δεν αντέχουν άλλο την μουρμούρα και τις άσκοπες ερωτησεις.

Γυρνάω ανάμεσα στους τουρίστες και τους πιάνω κουβέντα, για να φύγει το μυαλό τους από την ζέστη και να τους παρηγορήσω. Είναι Άγγλοι, οι περισσότεροι φτωχοί εργάτες που από το αεροπλάνο θα πάνε κατευθείαν στο εργοστάσιο. Μου λένε ιστορίες για την δουλειά τους, για το ποδόσφαιρο, για τις ροκ συναυλίες που έχουν πάει. Έχουν δει τους Ζέπελιν, τον Ρορυ Γκάλαχερ, τον Τζωρτζ Μπεστ, μερικοί τον Μπόμπυ Τσάρλτον. Τρέχω είκοσι φορές την μέρα αγογγυστα, με δική μου πρωτοβουλία μέχρι τον πύργο ελέγχου και ρωτάω ποια είναι η εκτίμηση των ελεγκτών για πιθανή αναχώρηση αεροπλάνου. Οι τουρίστες με βλέπουν γιατί ο τοίχος προς τον χώρο απογείωσης είναι μόνο γυαλί. Κάθε φορά που έχω καλά νέα, κουνάω τα χέρια μου στον αέρα από μακριά κι αυτοί πανηγυρίζουν. Με υποδέχονται με γέλια και επιφωνήματα hip hip hooray. Νιώθω σαν να είμαι στην κορυφή του κόσμου. Και νιώθω δύο φορές στην κορυφή του κόσμου όταν, μετά τον καύσωνα, αρχίζει ο ταχυδρόμος να μου φέρνει γράμματα από την Αγγλία που έχουν μέσα κάρτες ευχαριστήριες, ή δωράκια, ένα μαντήλι του λαιμού εδώ, μια Mary Quant πούδρα εκεί. Και τωρα που το σκέφτομαι χαμογελάω. 🙂

Αυτό ήταν το καλοκαίρι του 1988 για μένα. Δεν ήταν ένα καλοκαίρι με καύσωνα κι 600 νεκρούς. Ήταν μια σαιζόν που έζησα σε ένα σπίτι υπερπαραγωγή, πλαισιωμένη από φίλους, που γνώρισα εκατοντάδες όμορφους ανθρώπους, που έκανα δεκάδες χιλιόμετρα πάνω στην πυρωμενη άσφαλτο με το χαμόγελο στα χείλη, και διαπίστωσα πως ο άντρας μου ήταν αυτός που άξιζε να κρατήσω στην ζωή μου για πάντα. Ήταν το καλύτερο καλοκαίρι της ζωής μου.

(Κείμενο και φωτό Melusine)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ή ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ;

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΣΤΟΧΟ

AN UNSOLICITED DICK-PICK