Πώς δενότανε τ' ατσάλι με τις εκλάμψεις του Ρεμπώ.

Πριν από πολλά χρόνια και για την ακρίβεια στην αρχή της Β' Γυμνασίου, μια Τρίτη 16 Νοεμβρίου πήγα και γράφτηκα στην Μορφωτική Λέσχη της περιοχής μου. Η Μορφωτική Λέσχη είχε ιδρυθεί τον πρώτο χρόνο της Μεταπολίτευσης από νεαρούς κομμουνιστές της περιοχής μου,  μεταξύ των οποίων πολλοί γείτονές μου και συμμαθητές μου που βρίσκονταν στις τελευταίες τάξεις του σχολείου. Την ιδέα να γραφτώ στην Λέσχη μού την έδωσε μια γειτόνισσα που ήξερε ότι με ενδιέφερε πολύ το διάβασμα, αλλά δεν είχα χρήματα για να αγοράζω βιβλία. Μου είπε "δεν ξέρω αν γράφουν ανήλικους ως μέλη, αλλά δεν πας να κάνεις μια ερώτηση;" 
Ροβόλησα λοιπόν κατά την Λέσχη μετά το φροντιστήριο των γαλλικών, με τα βιβλία στο χέρι, την αλογουρά μου και την καρώ φουστίτσα μου. Η Λέσχη βρισκόταν στο ημιυπόγειο μιάς μεγάλης πολυκατοικίας. Είχε 4-5 σκαλάκια κι ακουγόταν από το ραδιόφωνο μουσική του Χατζηδάκι. Σε μια γωνιά ήταν ο πάγκος που πίσω του βρισκόταν ένας μεγάλος κύριος, ακαθόριστης ηλικίας και κυρίως πολύ σοβαρός και δίπλα του ο Βασίλης, ο γιός του φωτογράφου με το μεγάλο φωτογραφείο στην πλατεία, μαθητής μέχρι πέρσι στο σχολείο μας, ένας πολύ ψηλός και λεπτός νεαρός, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη.
"Καλώς την, καλώς την, πώς από δω;", με ρώτησε ο Βασίλης.
Κοίταξα λίγο γύρω μου. Το ημιυπόγειο ήταν τεράστιο, είχε δυό τραπέζια του πινγκ πονγκ, δυό τραπεζάκια με σκάκι, δυο τρία μικρά τραπεζάκια καφενείου με απλές καρέκλες για διάβασμα, κι ολόγυρα -σε όλους τους τοίχους- βιβλιοθήκες μέχρι το ταβάνι γεμάτες με βιβλία. Χιλιάδες βιβλία. 
"Ήρθα να γραφτώ στην Λέσχη, να δανείζομαι βιβλία", απάντησα. 
"Πόσων χρονών είσαι;" με ρώτησε ο μεγάλος.
 "Είμαι 13 και 4 μηνών" του απάντησα σοβαρή. Γέλασε. 
"Δεν μπορείς να γραφτείς στην Λέσχη, είσαι πολύ μικρούλα, πρέπει να είσαι πάνω από 14, να έχεις ταυτότητα. Φτιάχνουμε  καρτέλα, θέλουμε στοιχεία, δεν τα έχουμε τα βιβλία για χάσιμο".
Καλά μου είχε φανεί εμένα πολύ αχώνευτος αυτός ο τύπος. Θα τον πείραζε που ήταν τόσο ασχημομούρης, σκέφτηκα. 
"Θα πάω να βγάλω ταυτότητα" του είπα. 
"Όταν την βγάλεις, να μας ξανάρθεις, εδώ θα 'μαστε" μου απάντησε κοφτά, σκύβοντας λίγο  προς το μέρος μου πάνω από τον πάγκο, ο ανάποδος. 
Κοίταξα τον Βασίλη με το πιο σοβαρό μου ύφος, σμίγοντας λιγάκι τα φρύδια μου  για να καταλάβει ότι ζητάω βοήθεια κι εκείνος έσπευσε αμέσως να με υπερασπιστεί.
"Κάτσε, τι λες; Το κορίτσι είναι δικό μας, γειτονοπούλα μας, την ξέρω από τόσο δα μικρούλα, είναι από πολύ καλή οικογένεια, τίμιο πατέρα και μάνα, βιοπαλαιστές", διαμαρτυρήθηκε ο Βασίλης. 
"Ε και τι να κάνουμε τώρα, είναι ανήλικη, δεν έχει δικαίωμα να γραφτεί, ας έρθει με τον πατέρα της, πρέπει να εγγυηθεί κάποιος μεγάλος γι αυτήν", του έκανε ο στριμμένος  ρίχνοντάς του μια λοξή  ματιά. 
"Με τον πατέρα της εδώ; Αστειεύσαι τώρα; Λες και δεν ξέρεις...Θα εγγυηθώ εγώ" του πέταξε ο Βασίλης. "Εγώ είμαι μεγάλος" 
Ο αληθινά μεγάλος γέλασε λίγο κι έπιασε κάτω από τον πάγκο κάτι καρτελάκια μπεζ, με γραμμές και στήλες πάνω τους, πολύ επίσημα. 
"Εντάξει ρε Βασίλη, να γίνει το χατήρι σου, αλλά αν χαθούν τίποτα  βιβλία αυτής εδώ της μουσούδας, εσύ θα τα πληρώσεις, το κατάλαβες;" του αποκρίθηκε κι αμέσως γύρισε σε μένα:
"Όνομα κι  επίθετο..."
Συμπλήρωσε όλη την κάρτα, ξανασυμπλήρωσε άλλη μία κάρτα ίδια που την έδωσε σε εμένα και μου είπε δείχνοντας ολόγυρα τους τοίχους: 
"Εδώ είναι τα βιβλία. Διαλέγεις ένα, το διαβάζεις κι όταν το φέρεις πίσω μπορείς να πάρεις άλλο. Κάθε βιβλίο το κρατάς μέχρι ένα μήνα. Διαβασμένο, αδιάβαστο, στον ένα μήνα το επιστρέφεις". 
Παίρνω την καρτούλα μου, την βάζω στο εσώφυλλο και κινούμαι προς τις βιβλιοθήκες. Ο Βασίλης έρχεται κοντά μου. 
"Εγώ πρέπει να φύγω τώρα. Με είδες, εγγυήθηκα για σένα, μην μου κάνεις καμιά κασκαρίκα κακομοίρα μου, τα βιβλία και τα μάτια σου! Τα έχουμε μαζέψει με πολύ κόπο, εντάξει;" 
Του χαμογέλασα.
"Εντάξει, το κατάλαβα, τα βιβλία και τα μάτια μου. Σε ευχαριστώ για όλα" του λέω και εκείνος μου φτιάχνει λίγο την αλογοουρά μου πριν απομακρυνθεί. 
Έμεινα μόνη μου και γύρισα όλες τις βιβλιοθήκες από ράφι σε ράφι κι από στήλη σε στήλη. Κάποια ώρα έφτασα σε μια μικρή επιγραφή που έλεγε "γαλλική Ποίηση" το Πι κεφαλαίο. Σκέφτηκα "εδώ είμαι εγώ, γαλλικά μαθαίνω, για την ποίηση της Γαλλίας μιλάνε όλοι, από δω θα αρχίσω". Άπλωσα το χέρι μου σε ένα μικρουλάκι βιβλίο, το τράβηξα έξω, έγραφε "Εκλάμψεις" Arthur Rimbaud. Το ξεφύλλισα λίγο, χωρίς λόγο στην πραγματικότητα, το είχα ήδη αποφασίσει πως αυτό θα ήταν το πρώτο βιβλίο που θα δανειζόμουν. Το κράτησα και κατευθύνθηκα προς τον πάγκο. Το έδωσα μαζί με την κάρτα μου στον γερο-περίεργο. 
"Αυτό θα πάρω".
Το έπιασε, το στριφογύρισε στα χέρια του, το ξεφύλλισε λίγο. 
"Τόσα βιβλία έχει εδώ, γιατί αυτό;" με ρώτησε. 
"Μαθαίνω γαλλικά, français.  Η γαλλική ποίηση ξέρετε είναι διάσημη σε όλον τον κόσμο" του είπα με ύφος . 
"Μάλιστα, φρανσέ, κατάλαβα κυρία που θα πας στο Παρίσι μια μέρα" και με ένα βήμα έπιασε ένα ακόμα βιβλίο από το ράφι δίπλα του και το ακούμπησε μπροστά μου. "Μαζί με την γαλλική ποίηση, θα πάρεις κι αυτό, δεν τα δίνουμε μόνα τους τα βιβλία ποίησης"
"Δεν το είπατε αυτό πριν" του έκανα.
"Το λέω τώρα" μου απάντησε. 
"Τι είναι αυτό;" τον ρώτησα καθώς κοιτούσα το βιβλίο.
"Ένα βιβλίο χρήσιμο για την αληθινή ζωή, όχι για φαντασίες"
Διάβασα "Πώς δενότανε τ' ατσάλι" του Νικολάι Οστρόφσκυ. Δεν φαινόταν να έχω περιθώριο επιλογής με το  στραβόξυλο που έμπλεξα. Δεν θα με σταματούσε όμως εμένα αυτός, εγώ θα  διάβαζα, τελείωσε. Έσπρωξα και τα δύο  βιβλία προς το μέρος του, με στωικότητα.
"Πολύ ωραία, γράψτε τα στην κάρτα μου"
Τα πιάνει, ανοίγει το εσώφυλλο, σημειώνει τον αριθμό του κάθε βιβλίου και μου τα παραδίδει. 
"Θα τα φέρω αύριο" του λέω. 
"Α, όχι, να τα διαβάσεις θέλουμε, όχι να τα πας και να τα φέρεις", διαμαρτύρεται και καπακώνει τα βιβλία με το χέρι του. 
"Θα τα διαβάσω. Διαβάζω πολύ" του κάνω και βάζω τα χέρι μου πάνω από το δικό του τραβώντας τα βιβλία προς το μέρος μου  -μάταια βέβαια.
"Τι διαβάζω πολύ δηλαδή, πόσα βιβλία έχεις σπίτι σου;" με ρωτάει. 
"30" του απαντάω και σκάει στα γέλια. 
"30 μόνο και λες πως διαβάζεις;"
"Δεν έχω λεφτά για βιβλία, γι αυτό έχω 30 μόνο, αλλά διαβάζω κάθε μέρα την εφημερίδα του πατέρα μου" του κάνω και γελάει πιο δυνατά, ξεκαρδίζεται. 
"Δηλαδή αν ρωτήσουμε τον πατέρα σου που κι αυτός διαβάζει την εφημερίδα του, θα μας πει "διαβάζω"; με ρωτάει. 
"Εγώ την διαβάζω όλη" του κάνω. 
"Τι εννοείς όλη;" 
"Όλη, από την αρχή μέχρι το τέλος, διαβάζω μέχρι και τις Ιπποδρομίες και τις κηδείες".
Ο τύπος σοβαρεύει αμέσως, το στόμα του που πριν γελούσε μένει λίγο ανοιχτό. Αφήνει τα βιβλία που τα βουτάω αμέσως και τα παίρνω στην αγκαλιά μου. 
"Καλά, πάρ' τα. Μην διανοηθείς όμως πως θα με ξεγελάσεις. Αύριο που θα 'ρθεις θα σου κάνω ερωτήσεις, να δω αν τα διάβασες και τα δύο. Κι αυτό θα γίνεται κάθε φορά που θα φέρνεις πίσω βιβλία" μου λέει. 
"Δεν το είπατε ούτε αυτό πριν" του λέω
"Το λέω κι αυτό τώρα" μου απαντάει.
Κάνω να φύγω και ξαναγυρνάω.
"Ξέρετε να μου κάνετε ερωτήσεις, εσείς τα έχετε διαβάσει αυτά τα βιβλία;" τον ρωτάω με ύφος αφ' υψηλού.
"Ξέρω, έννοια σου. Εγώ τα έχω διαβάσει όλα" μου απαντάει. 
Του χαμογελάω. Μου χαμογελάει. Είμαστε συνένοχοι, δυο συμμορίτες, δυο μέλη της Παγκόσμιας συμμορίας του Διαβάσματος. 

(υπογράφει η Melusine)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ή ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ;

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΣΤΟΧΟ

AN UNSOLICITED DICK-PICK