" Είσαι η πουτ@νίτσα μου" (προσοχή, περιέχει τολμηρή γλώσσα)

(Σας προειδοποιώ πως αυτή είναι μια μεγάλη ανάρτηση με μια  ιστορία σεξισμού πρώτα και μετά, άλλη μία ιστορία σεξισμού)
Πρέπει να πω πως πάντα ήμουν πολύ προσεκτική στους άντρες που έκανα παρέα. Δεν έχω σχετιστεί φιλικά ή ερωτικά ποτέ με άντρα ευκατάστατο, απολίτικο, δεξιό, που να ακούει σκυλάδικα, που να είναι σεξιστής, που να λέει βρωμόλογα, που να τσακώνεται. Γιατί; Απλούστατα, δεν μπορώ να συνεννοηθώ μαζί τους, βλέπουμε την ζωή διαφορετικά. Αυτό το αποφάσισα στην Β' Γυμνασίου -όταν γράφτηκα σε πολιτική οργάνωση- κι από τότε μέχρι τώρα δεν άλλαξα αντιλήψεις. Ευτυχώς για μένα βρέθηκα σε ανδροκρατούμενο επαγγελματικό και πολιτικό χώρο, γι αυτό πάρα το ότι αυτοί που θα μπορούσαν να μου αρέσουν είναι μια ισχνή μειοψηφία του αντρικού πληθυσμού, βρίσκομαι διαρκώς στο κατάλληλο περιβάλλον για τα γούστα μου. 
Ωστόσο, όσο προσεκτική κι αν είσαι δεν μπορείς να ξέρεις τι σκατά κρύβει ο καθένας στο κεφάλι του, παρά μόνο αν τον δεις στις συνθήκες που επιτρέπουν στα σκατά να βγουν στην επιφάνεια. Είχα λοιπόν κάποτε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη από κάποιον που παρά τρίχα να γίνει εραστής μου. Αν ήμουν έστω λίγο διστακτική, σήμερα θα είχα βρωμίσει το σώμα μου με τον κύριο Σκουπίδι. 
Ο Κώστας ήταν ένας άντρας 25 χρονών που βρισκόταν στην παρέα μου όταν εγώ ήμουν 20.  Εκείνος ήταν βοηθός σκηνοθέτη τότε, πολιτικά στην άκρα αριστερά, καλλιεργημένος, ευγενικός, χαριτωμένος και κούκλος. Συχνάζαμε στην ίδια καφετέρια κι ενωνόμασταν συχνά σε μια μεγάλη παρέα. Ως καλλιτέχνης, μας ωθούσε να βλέπουμε ταινίες φέρνοντάς μας  προσκλήσεις για κινηματογράφους. Πολλές φορές κερνούσε όλη την παρέα σφηνάκια. Η μόνιμη φράση του τόσο για τις γνωστές του, όσο και για τις πρώην του ήταν "πολύ καλή κοπέλα και πολύ έξυπνη". Τελικά μετά από έναν χρόνο φιλικής παρέας, αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη έλξη μεταξύ μας. Πήγαμε δυό φορές σινεμά μόνοι μας και φιληθήκαμε. Μείναμε ως το πρωί στην καφετέρια να συζητάμε και φιληθήκαμε πάλι. Οπότε όταν με κάλεσε στο σπίτι του για φαγητό, δέχθηκα με τις θερμότερες των προθέσεων.
Πηγαίνω λοιπόν στο σπίτι του που είναι ένα αριστούργημα, μια καλλιτεχνική πανδαισία με πορτοκαλί τοίχους, καναπέδες, φωτιστικά, στον τοίχο ποπ-αρτ πίνακες. Τρώμε, συζητάμε, γελάμε, βάζει μουσική, χορεύουμε και χορεύοντας αρχίζουμε να φιλιόμαστε και να χαϊδευόμαστε. Όλα είναι τέλεια, είμαστε γυμνοί, νιώθω τόσο μα τόσο όμορφα, κολυμπάω σε μια πορτοκαλί θάλασσα ευδαιμονίας, όταν ξαφνικά σκύβει στο αυτί μου και μου ψιθυρίζει "είσαι η πουτ@νίτσα μου". 


Με την μία, μου πέφτει η θερμοκρασία, νιώθω σαν να κρυώνω. Δεν πιστεύω στα αυτιά μου. Πουτάνες δεν λέμε αυτές που κάνουν σεξ με οικονομικά ανταλλάγματα; Από πού κι ως πού πουτάνα εγώ που κάνω παρέα μόνο με φτωχούς, που πληρώνω στα πάντα τουλάχιστον τα μισά, που πληρώνω τις μισές φορές στο ξενοδοχείο; 
Τον σπρώχνω ελαφρά και τον κοιτάζω ακίνητη. "Τι έπαθες;" με ρωτάει με αθώο ύφος. "Διψάω, φέρε μια κανάτα με νερό απ' την κουζίνα". Σηκώνεται και προχωράει προς την πόρτα. Σηκώνομαι ένα δευτερόλεπτο αργότερα, πιάνω τα ρούχα μου, τα βάζω στην αγκαλιά μου, από πάνω τα παπούτσια μου και προχωράω πίσω του, επίσης προς την πόρτα. Στρίβει στον διάδρομο αριστερά προς την κουζίνα, στρίβω δεξιά προς το σαλόνι. Ανοίγω την εξώπορτα, την αφήνω ανοιχτή, κατεβαίνω τα σκαλιά και περνάω απέναντι από το σπίτι, σε ένα μικρό τριγωνάκι με γρασίδι. πετάω τα ρούχα στο χόρτο κι αρχίζω να ντύνομαι. Μπροστά μου και πίσω μου περνάνε αυτοκίνητα.
 Ακούω την φωνή του στην πλάτη μου, να μου φωνάζει από το μπαλκόνι. "Τι κάνεις εκεί ρε μωρό μου, τρελάθηκες; Δεν εννοούσα τίποτα μ' αυτό που είπα". Α,  μάλιστα, έχει καταλάβει λοιπόν. Ντύνομαι πιο γρήγορα. "Δεν εννοούσα τίποτα σου λέω, μισό λεπτό, κατεβαίνω", συνεχίζει. Με το που ακούω το "κατεβαίνω",  παρατάω τα παπούτσια κι αρχίζω να τρέχω ξυπόλητη τα δυό χιλιόμετρα ως το σπίτι μου. Φτάνω και μπαίνω στο μπάνιο για να μην μιλήσω σε κανέναν. Τα πόδια μου έχουν βρωμες, τσιγάρα λιωμένα, γυαλάκια σπασμένα, αίματα. Δεν πονάω καθόλου, δεν καταλαβαίνω τίποτα, δεν ακούω τίποτα εκτός από την καρδιά μου που χτυπάει γρήγορα. Κάνω εμετό. Δε μπορώ να το πιστέψω. Πως έγινε αυτό;  Πώς με ξεγέλασε;
Το σκέφτομαι όλη την νύχτα στο κρεβάτι μου, όλο το επόμενο πρωινό στην δουλειά, ώσπου φθάνει η επόμενη νύχτα. Ξέρω τι θα κάνω, μου είπε ο μπαμπάς μου όταν πήγα στο Γυμνάσιο: "κοριτσάκι μου, μην περιμένεις βοήθεια από κανένα, το δίκιο σου να το ζητάς μόνη σου". Πηγαίνω λοιπόν στην καφετέρια που μαζευόμαστε. Η καφετέρια είναι μια μονοκατοικία με τραπέζια και πολυθρόνες στον κήπο, έναν χαμηλό φράχτη που γίνεται πεζούλια για καθισιό και κουβέντα,  και μια χαμηλή πόρτα σαλούν για είσοδο. Η παρέα μου είναι εκεί κι ο Κώστας ανάμεσά τους. Σηκώνεται γρήγορα και μου φράζει την είσοδο. 
"Με συγχωρείς γι αυτό που έγινε χτες, δεν εννοούσα τίποτα με αυτό που είπα, συγνώμη", μου λέει. 
Δεν μιλάω, ούτε τον κοιτάζω καθόλου, έχω γυρισμένο το κεφάλι μου στο πλάι. Εκείνος το λέει άλλες δυο φορές, εγώ παραμένω ακίνητη και σιωπηλή. Τελικά παραμερίζει, περνάω. Προχωράω όχι προς το τραπέζι αλλά προς το οίκημα και κάθομαι στο μπαρ. Έρχονται κοντά μου ένα-ένα όλα τα άτομα της παρέας. Αφηγούμαι την ιστορία σε όλους, πολύ λιτά και απλά. Τους λέω πως δεν θα ξανακαθίσω στο τραπέζι όταν ο Κώστας είναι εκεί. Σε λίγο με ειδοποιούν πως έφυγε και η βραδιά συνεχίζεται ευχάριστα, χωρίς να κάνουμε καμία περεταίρω συζήτηση για το ζήτημα. 
Οι επόμενες βραδιές στην καφετέρια είναι σχεδόν όλες ίδιες. Ο Κώστας δεν κάθεται πια μαζί μας -δεν ρωτάω αλλά φαντάζομαι ότι κάποιος του το απαγόρευσε. Κάθεται όμως σε διπλανά τραπέζια. Κάθε βράδυ με βρίσκει σε κάποιο σημείο του μαγαζιού, σταματάει μπροστά μου, μου λέει "με συγχωρείς γι αυτό που έγινε, δεν εννοούσα τίποτα", εγώ δεν του απαντάω κλπ. Μετά από ενάμιση μήνα, αρχίζει να συχνάζει σε διπλανή συνοικία, έρχεται όμως πού και πού στην δική μας φέρνοντας μαζί τους καινούργιους του φίλους. Όλες μα όλες τις φορές που θα συναντηθούμε τα επόμενα χρόνια, αυτός θα βρει τον τρόπο να πει το ποιηματάκι του κι εγώ θα βρω την υπομονή να παραμείνω σιωπηλή κι ακίνητη. 
Περνάνε πέντε ολόκληρα χρόνια ώσπου μια μέρα να υπάρξει μια κάποια αλλαγή στην συμπεριφορά του. Βρίσκομαι σε μια καφετέρια απέναντι από το σχολείο μου, είναι κι αυτός εκεί, πηγαίνω στο μπάνιο κι όταν βγαίνω, με σταματάει, με πιάνει από το χέρι και μου λέει "Δεν θα με συγχωρήσεις ποτέ σου, έτσι; Ε, λοιπόν, είσαι η πιο μ@λακισμένη γυναίκα που έχω γνωρίσει στην ζωή μου". Αυτή είναι η πρώτη και τελευταία αλλαγή που βλέπω από αυτόν. Από τότε μέχρι σήμερα ακούω συνέχεια πως είμαι η πιο μ@λακισμένη γυναίκα που γνώρισε. 

Αν και έχω παντρευτεί και έχω μετακομίσει σε άλλη συνοικία, πηγαίνω πολύ συχνά στο πατρικό μου και περνάω από τις καφετέριες. ο Κώστας μένει ακόμα εκεί και συχνάζει εκεί.  Εκτός αυτού, κατά τύχη το σχολείο μου είναι το εκλογικό κέντρο που ψηφίζουμε κι οι δυό μας. Περνάω όλη την ημέρα των εκλογών στις καφετέριες έξω από το σχολείο, όπου βλέπω παλιούς συντρόφους, συμμαθητές, παλιές καθηγήτριες. Κι ο Κώστας κάνει το ίδιο. Υπάρχουν φορές που τυχαίνει να είμαστε ακόμα και στο ίδιο τραπέζι. Με λίγα λόγια, η τελευταία φορά που με είπε μ@λακισμένη ήταν τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε.
Ξέρω ότι πολλοί θα πούνε ότι πήρα την τρίχα και την έκανα τριχιά, ο άνθρωπος έκανε ένα ατόπημα για το οποίο ζήτησε συγνώμη χίλιες φορές, επομένως η γαϊδούρα ή η παρανοϊκή είμαι εγώ.  Θα διαφωνήσω με αυτούς που τοποθετούνται σε όσα δεν τους έχουν συμβεί και κυρίως με όσους τοποθετούνται πριν σκεφτούν. Η δική μου ανάλυση είναι άλλη. Ο Κώστας είναι ένα τυπικό παράδειγμα σεξιστή από τότε μέχρι σήμερα, κι εγώ το θύμα του σεξισμού του επίσης από τότε μέχρι σήμερα. Όχι μόνο θεώρησε αρχικά ότι είναι δικαίωμά του να με πει πουτάνα και υποχρέωση μου να μην διαμαρτηρηθώ, αλλά αφού για κάποιο εντελώς παράξενο λόγο παρεξηγήθηκα και μου ζήτησε συγνώμη, είναι τουλάχιστον υποχρέωσή μου να τον συγχωρήσω, ώστε όλα να ξαναγίνουν ειρηνικά, δηλαδή ώστε εκείνος να θεωρεί τον εαυτό του "κύριο". Τη συγνώμη την ζητάμε, αλλά δεν ξέρουμε αν θα την παρουμε, δεν μας την χρωστάει κανείς. Η συγνώμη είναι αδιανόητο να δοθεί χωρίς μεταμέλεια. Κατα την γνώμη μου δεν μετάνιωσε που με πρόσβαλε ούτε στιγμή. Απλώς λυπήθηκε για τις συνέπειες που είχε αυτή η τόση δα λεξούλα, δηλαδή λυπήθηκε που όταν το είπα σε όλους αντί να το κρατήσω για τον εαυτό μου, από την μια μέρα στην άλλη μετατράπηκε από περιζήτητος σε παρία κι αναγκάστηκε να μεταφέρει τις βόλτες του σε άλλη περιοχή -μια που στην δικιά μας δεν έβρισκε ούτε θηλυκή γάτα να τον κάνει παρέα. Απόδειξη για το ότι δεν μετάνιωσε που με έβρισε είναι το ότι στο αρχικό "πουτ@νίτσα " πρόσθεσε και 1000 "μαλ@κισμένη". Ο μόνος που ακούει βρισιές όλα αυτά τα χρόνια είμαι εγώ,  πού είναι λοιπόν η μεταμέλειά του; 
Κάποιοι μπορεί να πουν πως πιθανόν εγώ να έπεσα σε έναν αληθινό σεξιστή που με είπε "πουτ@νίτσα" και το εννοούσε, όμως οι υπόλοιποι που το λένε δεν είναι έτσι. Εγώ νομίζω ότι όλα τα "είσαι η πουτ¨@νίτσα μου είναι κυριολεκτικά. Ερχόμαστε λοιπόν στην δεύτερη ιστορία, κάποιας που δεν ήταν σαν κι εμένα, δεν σηκώθηκε να φύγει και δεν έκανε φασαρία. Γι αυτό γνώρισε κάτι πολύ χειρότερο, την κλιμάκωση της υποτίμησής της. 
Αφηγήθηκα μια μέρα το περιστατικό σε μια παρέα από 7 γυναίκες. Οι 2 μου είπαν πως έκανα καλά, οι 2 πως τα λόγια του κρεβατιού δεν σημαίνουν τίποτα και οι 3 δεν μίλησαν. Ανάμεσα στις 3 ήταν η Γεωργία, 23 χρονών που στο τέλος του καφέ παρέμεινε κοντά μου και μου είπε πως αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα. 
Η Γεωργία, κορίτσι από μικρή επαρχιακή πόλη, γνώρισε την 1η μέρα στο Πανεπιστήμιο τον Δημήτρη που πήγαινε 4ο έτος. Εκείνος την καθοδήγησε παντού κι έγιναν αμέσως φίλοι. Εκείνη πίστευε πως του άρεσε από την αρχή, όμως επειδή ήταν ψηλή και γεμάτη, ενώ εκείνος ήταν κοντός και πολύ λεπτός, δεν της είπε τίποτα. Οι δυό τους διατήρησαν μια πολύ στενή φιλία όλα τα χρόνια των σπουδών της Γεωργίας. Οταν ο Δημήτρης πήγε φαντάρος, της έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού του για να  ποτίζει τις γλάστρες. Στις νυχτερινές βόλτες τους που κρατούσαν πολύ, κοιμόταν στο σπίτι του στα Εξάρχεια, που ήταν δωρεά του φιλόλογου και λογοτέχνη παππού του. Στην τελευταία εξεταστική, σχεδόν μετακόμισε στο σπίτι του που είχε ησυχία, διότι η ίδια συγκατοικούσε με μια άλλη φοιτήτρια σε ένα μικρό σπίτι στου Ζωγράφου. Τελικά, τους τελευταίους δυο μήνες των σπουδών της, οι δυό τους ήρθαν πολύ κοντά κι έγιναν ζευγάρι. 
Η Γεωργία γοητευμένη από την Αθήνα και τον Δημήτρη, ανακοίνωσε στον πατέρα της πως δεν θα ξαναγυρίσει στην μικρή επαρχιακή πόλη του πατρικού της σπιτιού κι εκείνος της απάντησε, πως απλούστατα δεν θα της ξαναστείλει δεκάρα. Για λίγο τρόμαξε, όμως ο Δημήτρης εμφανίστηκε ως από μηχανής Θεός και της πρότεινε να συζήσουν στο σπίτι του, αφού ετσι κι αλλιώς ήταν ζευγάρι. Το μόνο που είχε η Γεωργία να κάνει ήταν να πουλήσει  όλα της τα πράγματα, διότι το σπίτι του παππού του Δημήτρη ήταν πλήρως επιπλωμένο με αντίκες και οι τοίχοι γεμάτοι με βιβλιοθήκες (η τηλεόραση μέσα σε έπιπλο με πόρτες). Ετσι κι έγινε. Η Γεωργία τα πούλησε όλα και μετακόμισε στο νεο σπίτι μεταφέροντας μόνο ένα μεγάλο σακ-βουαγιαζ με ρούχα. Με τα χρήματα που μάζεψε πήγαν διακοπές ένα μήνα σε  κάμπινγκ σε νησί, αμέσως μόλις έκλεισε το σχολείο που δούλευε ο Δημήτρης.  Με την επιστροφή βρήκε μια δουλειά πεντάωρη ως γραμματεύς ενός απόστρατου συνταγματάρχη. 

Δυο εβδομάδες μετά την εγκατάσταση της στο σπίτι του Δημήτρη, συνέβη το πρώτο περίεργο περιστατικό. Στην μέση μιάς ερωτικής επαφής ο Δημήτρης της ψιθύρισε "είσαι η πουτ@νίτσα μου". Η Γεωργία δεν σταμάτησε την επαφή διότι δεν ήταν καν σίγουρη ότι άκουσε καλά, μετά όμως τον ρώτησε κι εκείνος είπε ανάλαφρα "δεν νομίζω πως το είπα, δεν το θυμάμαι". 
Δυό βδομάδες αργότερα το ξαναείπε κι αυτήν την φορά η Γεωργία το άκουσε καθαρά, όμως επειδή η στιγμή ήταν πολύ λεπτή κι ο Δημήτρης πολύ περιποιητικός μαζί της ακριβώς εκείνη την στιγμή, πάλι δεν διέκοψε την επαφή αλλά το συζήτησε μετά. Εκείνος ισχυρίστηκε πως το είπε σαν κοπλιμάν διότι το σώμα της του θύμιζε την Γκουλύ του Τουλούζ-Λωτρέκ. Η Γεωργία είπε "σε παρακαλώ, μην το ξαναπείς". Της απάντησε "εντάξει".  
Δυο βδομάδες μετά ξανασυνέβη και δυό βδομάδες μετά συνέβη πάλι. Οι δικαιολογίες κάθε φορά ήταν διαφορετικές κι άκουσε με τα αυτιά της όλα όσα θα μπορούσαν να ειπωθούν, από "το κρεβάτι είναι χώρος αυτόνομος" και το "λίγα πικάντικα λόγια είναι το αλατοπίπερο στην ζωή του ζευγαριού", μέχρι "έχεις μικροαστικές προκαταλήψεις κι όσα λες δείχνουν απλώς πόσο καταπιέστηκες στο σπίτι σου ώστε να σιχαίνεσαι τις σεξεργάτριες". Με λίγα λόγια στο τέλος βρέθηκε και κατηγορούμενη για στενοκεφαλιά. 
Οταν συζητήσαμε εγώ κι εκείνη, ήταν σχεδόν Χριστούγεννα κι είχαν συμβεί περίπου 10 τέτοια περιστατικά. Δεν ήξερε τι να κάνει για να τον σταματήσει. Γενικά ο δεσμός ήταν καλός, ο άντρας ευγενικός, ευχάριστος, έβαζε τα πιο πολλά χρήματα για την συμβίωση, έκανε αγόγγυστα τις μισές δουλειές του σπιτιού  κι αυτό το "πουτ@νίτσα" ήταν το μόνο πρόβλημα. Κι ήταν σοβαρό πρόβλημα γιατί εκτός από το ότι μόλις η Γεωργία άκουγε την λέξη, αμέσως το σώμα της άλλαζε κι ήταν αδύνατον πια να φτάσει στην ολοκλήρωση (ακόμα κι αν βρισκόταν λίγα δευτερόλεπτα πριν τον οργασμό), είχε επίσης αρχίσει να μην θέλει να κάνει καθόλου σεξ μαζί του από τον φόβο της πως αυτή η επαφή θα είχε και την βρισιά.
Της είπα "πες του απλούστατα πως ό,τι και να λέει, εσύ το θεωρείς βρισιά". Μου απάντησε πως του το έχει ήδη πει και της απάντησε πως οι βρισιές στο κρεβάτι δεν μετράνε γιατί δεν είναι αληθινές, τον ίδιο δεν θα τον πείραζε καθόλου να ακούσει ο,τιδήποτε". "Τότε λοιπόν, βρίσε τον να δούμε αν θα λέει το ίδιο και μετά", συνέχισα. "Και τι να του πω; Οτι είναι καργιόλης; Είναι βρισιά αυτό σαν το πουτ@νίτσα;", με ρώτησε. Οχι, δεν είναι βρισιά αυτό. Βρισιά είναι μόνο κάτι που προσβάλλει τον άλλον αληθινά, που δεν διανοείται να το ακούσει  για τον εαυτό του. Της πρότεινα δυό -τρεις λέξεις κατάλληλες κατά την γνώμη μου για την περίπτωση του. Η Γεωργία, άνθρωπος ευπρεπής και ήπιος, χλώμιασε. "Τρελάθηκες; πώς θα πω τέτοιο πράγμα;" μου είπε. 
Πριν το διαλύσουμε με ρώτησε "νομίζεις ότι το εννοεί;". Της απάντησα "ναι, 100%. Τα άσχημα πράγματα που λέμε στους άλλους, είναι περίπου το μισό από όσα άσχημα σκεφτόμαστε". "Μπορεί να κάνεις λάθος" μου είπε. "Ναι, μπορεί" απάντησα.

Δεν το πίστευα καθόλου φυσικά, γιατί εκεί που έβλεπε αυτή παραλληλισμό ανάμεσα στο δικό μου περιστατικό και το δικό της, εγώ έβλεπα κυρίως τις διαφορές. Ο δικός μου εραστής ήταν σεξιστής αλλά τουλάχιστον ειλικρινής, δεν κρύφτηκε, είπε στην πρώτη μας επαφή το "πουτ@νίτσα". Ο δικός της περίμενε καιρό, να εγκαθιδρύσει μια σχέση εμπιστοσύνης και μετά το ξεφούρνισε. Η δική μου θέση ήταν πολύ καλύτερη, έμενα στους γονείς μου κι είχα δουλειά ικανοποιητική, επομένως ο κάθε άντρας έπρεπε να μου φέρεται πολύ καλά για να συνεχίζω να τον βλέπω, γι αυτό και μπορούσα να αντιδράσω αμέσως. Η Γεωργία, είχε ήδη ξεφορτωθεί όλον τον εξοπλισμό του σπιτιού της και συνεισέφερε στο σπίτι και την κοινή ζωή τους λιγότερο από τον Δημήτρη, επομένως οι αντιδράσεις της δεν μπορούσαν να είναι τόσο απότομες όσο η δική μου.
Ξαναείδα την Γεωργία δυο μήνες αργότερα, στο τέλος Φεβρουρίου σε μια προβολή ταινίας συλλογικότητας. Ήταν μαζί με τον Δημήτρη. Την χαιρέτισα από μακριά και δεν μιλήσαμε καθόλου. Την ώρα που έβγαινα από το κτήριο βγήκε μαζί μου στον δρόμο και μείναμε 15 λεπτά στην βροχή. Μου είπε πως ήθελε να με αποχαιρετίσει γιατί πιθανότατα δεν θα ξανασυναντιόμασταν, ίσως έφευγε από την Αθήνα και γυρνούσε στο πατρικό της. 
"Αλήθεια; Γιατί" την ρώτησα. 
"Είχες δίκιο. Το εννοεί", μου απάντησε συνθηματικά.
"Δηλαδή;" την ρώτησα και μου αφηγήθηκε τα καθέκαστα. 
Λίγο πριν το τέλος Δεκεμβρίου είχε απολυθεί κι από τότε η συμπεριφορά του Δημήτρη είχε γενικότερα αλλάξει. Καταρχάς παρά το ότι έκανε εκείνη όλες τις δουλειές του σπιτιού μια που δεν εργαζόταν, εκείνος της γκρίνιαζε πως το σπίτι δεν ήταν αρκετά τακτοποιημένο. Μετά άρχισε να της λέει πως αν αδυνάτιζε λίγο, θα έβρισκε τουλάχιστον δουλειά σε καφετέρια, κάτι που τώρα ήταν άπιαστο όνειρο με τα κιλά και το ύψος της. Μια μέρα που η Γεωργία επέμενε να δούνε ταινία στην τηλεόραση αντί για αθλητικά, της είπε ότι όχι μόνο χρειαζόταν τα αθλητικά για να διασκεδάζει τώρα που τα λεφτά δεν έφταναν για βόλτες, αλλά αν τον σκεφτόταν πραγματικά θα τον υποδεχόταν από την δουλειά φορώντας κάτι όμορφο αντί για φόρμες και θα προσπαθούει να τον χαλαρώσει μετά από τόσες ώρες που είχε περάσει με τα κωλόπαιδα στο σχολείο,  ώστε να φέρει τα λεφτά και για τους δυό τους. 

Το χειρότερο όμως ήταν το εξής: ένα μήνα μετά την απόλυσή της, της ζήτησε να του πει αυτή "είμαι η πουτ@νίτσα σου". Η Γεωργία διαμαρτυρήθηκε αμέσως "Είσαι με τα καλά σου; εγώ σου λέω από την αρχή να μην λες αυτήν την λέξη καθόλου και τώρα μου ζητάς τέτοιο πράγμα;". Ο Δημήτρης τότε, σηκώθηκε τελείως από το κρεβάτι, έβαλε το παντελόνι του και της απάντησε:
"Κοίτα, δεν νομίζω πως είσαι δίκαιη. οι σύντροφοι προσπαθούν να καλύψουν ο ένας τις ανάγκες του άλλου και κάνουν συμβιβασμούς. Εγώ καλύπτω όλες τις ανάγκες σου, βιοποριστικές, συναισθηματικές και σεξουαλικές κι εσύ δεν κάνεις μια τόση δα παραχώρηση. Χρειάζομαι μια γυναίκα που να με καταλαβαίνει, αν δεν είσαι εσύ αυτή, να μην το κουράζουμε, δεν σε κρατώ με το ζόρι". Και βγήκε από το δωμάτιο.
Η Γεωργία καταλαβε πολύ καλά το πλήρες νόημα των λέξεών του, τον εκβιασμό πίσω τους. Ηξερε οτι δεν είχε πουθενά να πάει με το άδειο της πορτοφόλι και το σακ βουαγιαζ με τα ρουχαλάκια της. Πήγε στο σαλόνι λοιπόν που ήταν ξαπλωμένος ο Δημήτρης κι έκανε τα αναμενόμενα. Από εκείνη την μέρα και μετά, το "είμαι η πουτ@νίτσα σου' έγινε απαιτητό σε κάθε επαφή τους. Την στιγμή που μου μίλησε είχε βρει δουλειά ως λατζερα σε μια ταβέρνα (ξεχνώντας τελείως το πτυχίο της) και προσπαθούσε να βρει συγκάτοικο για να φύγει. Δεν ήταν σίγουρη αν θα κατάφερνε να αντέξει τον Δημήτρη μέχρι τότε, γι αυτό υπήρχε η πιθανότητα να μπει στο ΚΤΕΛ οποιοδήποτε πρωί και να γυρίσει στο πατρικό της. 

"Τουλάχιστον πριν φύγεις να του πεις εκείνες τις βρισιές που σκεφτήκαμε, θα πατσίσεις και θά' χει γούστο", της είπα. 
Ξεκαρδίστηκε στα γέλια. 
"Να του πω 'γ@μα με ρε τάπα' ή 'ξέσκισέ με μωρή παλιαδερφ@ρα;'; Ναι, θα πατσίσω αλλά ή θα 'χει γούστο, ή θα με πετάξει κάτω από το μπαλκόνι". 
Φιληθήκαμε και χωρίσαμε. Δεν την ξανάδα.

(υπογράφει η Melusine)




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ή ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ;

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΣΤΟΧΟ

AN UNSOLICITED DICK-PICK