(μετάφραση: Τασούλα Καραγεωργίου) Αφροδίτη, αθάνατη εσύ, ποικιλόθρονη, θυγατέρα του Δία δολόπλοκε, σε ικετεύω με πίκρες και βάσανα, Δέσποινα, την ψυχή μου να μην την παιδεύεις. Mόνο έλα και τώρα, όπως ήρθες και τότε, τη φωνή μου σαν άκουσες κι άφησες το παλάτι του Δία και πήρες το χρυσό σου τ’ αμάξι που το σέρναν σπουργίτια –όλα όμορφα κι όλα γοργά– κι απ’ τα ουράνια σε φέρναν στη μαύρη τη γη, με φτερά που τον άνεμο εσκίζαν· πολύ γρήγορα εφτάσαν· τότε εσύ, μακαρία, με χαμόγελο θείο στην όψη, σαν τι και πάλι να ’παθα, με ρώτησες γιατί και πάλι σε καλώ, σαν τι να θέλω να γενεί στη μανιασμένη μου ψυχή. "Ποια θέλεις πάλι να πιαστεί στα δίχτυα του έρωτά σου; Ποια σ’ αδικεί, Σαπφώ μου; Γιατί κι αν φεύγει, γρήγορα ξοπίσω σου θα τρέχει, τα δώρα σου αν δεν δέχεται, δώρα θα σου χαρίσει κι αν έπαψε να σ’ αγαπά, πάλι θα σ’ αγαπήσει, ακόμα κι αν δεν θέλει." Έλα τώρα, όπως τότε, κοντά μου και διώξε τη βαριά μου την έννοια και κάνε να γίνουνε όσα η ψυχή μου ποθεί να γενούν· σύμμαχός μου ε...